συμπράσσω
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
Att. συμπράττω, Ion. συμπρήσσω :—
A join or help in doing, τινί τι A.Pr.297 (anap.); σωτηρίαν E.IT980; σ. τινὶ τἀγαθά assist one in procuring what is good, Arist.Rh.1381b23, cf. EN1167a1, IG12.106.18: c. acc. rei, σ. τὰ ἄλλα S.Aj.1396; ξ. τὰ πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Th.4.74; εἰρήνην help in negotiating, X.Ages.7.7: c. dat. pers. only, act with, cooperate with, Th.3.101, Isoc.18.7, etc.; τινὶ περί τινος X.An.5.4.9; ὑπέρ τινος Plb.28.7.2; σ. ὥστε γενέσθαι τι X.Cyr.3.2.28, etc.; σ. τινὶ ὅπως ἕξει Isoc.4.126. 2 abs., lend aid, cooperate, δεῖ σ' . . αὐτὸν εἰκαθόντα σ. S.Tr.1177, cf. Lys.12.85, etc.; οἱ ξυμπράσσοντες the confederates, Th.4.67, 8.14, X.HG3.3.10. II intr., σὺν κακῶς πράσσουσι σ. κακῶς share in others' woe, E.Heracl. 27. III Med., assist in avenging, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς Hdt.5.94.
German (Pape)
[Seite 989] att. -ττω, ion. συμπρήσσω (s. πράσσω), Etwas mit einem Andern zugleich od. zusammen thun, Einem beistehen, ihn unterstützen; τὰ δ' ἄλλα καὶ σύμπρασσε, Soph. Ai. 1371; Tr. 1167; σήμαιν' ὅτι χρή σοι συμπράττειν, Aesch. Prom. 295; ἥνπερ ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν, σύμπραξον, Eur. I. T. 980; auch wie πράττω, in einer Lage sich befinden, σὺν κακῶς πράσσουσιν συμπράσσω κακῶς, Heracl. 27; u. in Prosa: Thuc. 3, 56. 8, 5 u. öfter; Plat. Ep. VII, 337 d; τινί, ὅπως ἕξει τι, Isocr. 4, 126, Xen. Cyr. 3, 2, 28; Pol. u. a. Sp. – Med. zum Eintreiben einer Schuld, Vollziehen einer Rache behülflich sein, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς, Her. 5, 94, sie halfen dem Menelaus den Raub der Helena rächen.