κάματος

Revision as of 19:45, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

ὁ, (κάμνω)

   A toil, trouble, ἄτερ καμάτοιο Od.7.325; ἄνευ καμάτου Pi.P.12.28; κ. ἵππων A.Fr.192.6 (anap.); οὐδέποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι S.El.231, cf. 130 (both lyr.); of the pangs of childbirth, Id.OT174 (lyr.); εὐκάματος E.Ba.67 (lyr.): pl., καμάτων ἅλις AP9.359 (Posidipp. or Pl.Com.): rare in early Prose, κ. ἐστι τοῖς αὐτοῖς μοχθεῖν Heraclit.84, cf. 111; of the pains of disease, Hp. de Arte 3 (pl.); κ. ὁ πολύς Luc.Herm.71; freq. later, Arist.Mu.397b23, OGI 717.8 (pl., iii A.D.), POxy.913.15 (pl., V A. D.).    2 the effect of toil, weariness, ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κ. Il.4.230, cf. 13.85,711, etc.; κ. πολυάϊξ γυῖα δέδυκεν 5.811; αἴθρῳ καὶ κ. δεδμημένον Od.14.318; ὕπνῳ καὶ κ. ἀρημένος 6.2; κ. τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες 9.75, cf. Sapph. Supp.19.4, etc.: in Prose, Aen.Tact.26.8, Parth.1.1, Jul.Or.2.87b.    3 illness, Simon.85.10 (= Semon.29 Diehl): pl., D.H.10.53.    II the product of toil, ἡμέτερος κ., viz. the pigs we have reared, Od.14.417; ἀλλότριον κ. σφετέρην ἐς γαστέρ' ἀμῶνται Hes. Th.599, cf. Thgn.925; τόρνου κ. a thing wrought by the lathe, A. Fr.57.3 (anap.), cf. AP6.206 (Antip. Sid.); κ. μελίσσης, of honey, Nic.Al.71 (pl.), cf. 144.

German (Pape)

[Seite 1316] ὁ (καμεῖν), 1) Mühe, Drangsal, Anstrengung; ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν Od. 7, 325; πολυάϊξ, vom Kriege, Il. 5, 810; die auf Anstrengung folgende Erschöpfung, Entkräftung, wie sie sich in den Gliedern, bes. den Knieen äußert, ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος Il. 4, 230, γούναθ' ἵκοιτο 13, 711; κάματος δ' ὑπὸ γούνατ' ἐδάμνα 21, 52; καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13, 85; αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Od. 14, 318; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος 6, 2; ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες 9, 75. – Pind. ὄλβος ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12, 28, ohne Anstrengung; παῦροι ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν N. 10, 79; δυσπενθής P. 12, 10; νώδυνος N. 8, 50; οὐδέποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι Soph. El. 128, vgl. O. R. 174 O. C. 1234, überall im Chor; εἰς γῆν γόνυ καμάτῳ καθεῖσαν Eur. I. T. 333; sp. D. Auch in sp. Prosa, πολλοὺς καμάτους ὑπομείνας καὶ τραύματα Luc. Macrob. 22; καμάτοις καὶ φροντίσι τετρυχωμένος Hdn. 1, 3, 1; Krankheit, Poll. 3, 104, neben ἀῤῥωστία; D. Hal. 10, 53 οὔτε τῶν ἰατρῶν ἀρκούντων ἔτι βοηθεῖν τοῖς καμάτοις. – 2) das mühsam Erarbeitete, das mit Anstrengung Erworbene; ἄλλοι δ' ἡμέτερον κάματον νήποινον ἔδουσιν Od. 14, 417; Hes. Th. 599; das Werk, βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον Aesch. frg. 51; σάνδαλα, ἐρατὸν σκυτοτόμων κάματον Ant. Sid. 21 (VI, 206), vgl. 52 (IX, 58).