ἡσσάομαι
English (LSJ)
Att. ἡττ-, S.Fr.936, Th.3.57: fut.
A ἡσσηθήσομαι E.Hipp. 727, 976, ἡττ- Lys.20.32, X.Cyr.3.3.42: fut. Med. ἡττήσομαι in pass. sense, Lys.28.9, X.An.2.3.23: aor. ἡσσήθην E.Andr.917, etc.: pf. ἥσσημαι S.Aj.1242, E.Alc.697: plpf. ἥττητο D.19.160: Ion. ἑσσόομαι, part. ἑσσούμενος Hdt.1.82: impf. ἑσσοῦτο (without augm.) Id.7.166, 8.75: aor. ἑσσώθην Id.2.169, etc.: pf. ἕσσωμαι Id.8.130 (and v.l. in 7.9.β), Herod.8.19: (ἥσσων):—to be less or weaker than, inferior to, c. gen. pers., E.Alc.697: c. gen. pers. et part., ἡττᾶσθαί τινος εὖ ποιοῦντος X.An.3.2.23, cf. Cyr.5.4.32; ἡττᾶσθαί τινός τινι ib.8.2.13; ἔν τινι in a thing, ib.3.3.42, etc.: c. gen. rei, τὸ μὴ δίκαιον τῆς δίκης -ώμενον E.Ion 1117: c. neut. Adj. in acc., ὃ ἡττῷτο wherein he had proved inferior, X.Cyr.1.4.5. 2 as a real Pass., to be defeated, discomfited, ὑπό τινος Hdt.3.106, And.4.28, Th.2.39; ὑπ' ἔρωτος, ὑπ' ἔχθρας, Pl.Phdr.233c, Plt.305c, etc.; πρὸς τἀφροδίσια Id.Lg.650a: c. gen. pers., E.Hec.1252, Ar.Av.70, Th.3.57, etc.: c. gen. rei, τοῦ κόπου γὰρ ἕσσωμαι Herod. l.c.: c. dat. modi, ἑσσωθῆναι μάχῃ ὑπό τινων Hdt.5.46, etc.; τοῖς ὅλοις D.9.64, etc.; also c. acc., μάχην Isoc.5.47, D.19.320; ἀγῶνα D.C.63.9: c. dat., τῷ θυμῷ to be broken in spirit, Hdt.8.130; ἑσσωθέντες τῇ γνώμῃ πρὸς Κύρου Id.9.122; ἡ. περί τι Pl.Sph.239b: abs., οἱ ἡσσώμενοι, opp. οἱ κρατοῦντες, A.Th. 516, cf. Hdt.7.9.β ; τὴν γνώμην αὐτῶν οὐχ ἡσσῆσθαι Th.6.72. 3 as law-term, to be cast in a suit, S.Aj.1242, Ar.Pl.482, etc.; ἡττ. ἐν τοῖς δικαστηρίοις X.Mem.4.417; δίκην, παραγραφήν, Pl.Lg.880c, D.45.51. 4 give way, yield, c. gen. pers., οἱ φύσαντες ἡσσῶνται τέκνων S.Fr.936; εἰ παθών γε σοῦ τάδ' ἡσσηθήσομαι E.Hipp.976; give way, be a slave to passion and the like, νηδύος ἡσσημένος Id.Fr.282.5; τοῦ παρόντος δεινοῦ Th.4.37; τῶν φόβων Pl.Lg.635d; ἡδονῆς X.Ages.5.1; ὕπνου Id.Cyr.1.5.11; [χρημάτων] Lys.28.9; τῆς τούτων παρασκευῆς ib. 11; θνητοῦ κάλλους Isoc.10.60; πικροῦ ἔρωτος E.Hipp.727: c. gen. pers., to be in love with . ., Plu.2.771f; of other things, ἡττ. τοῦ ὕδατος X.HG5.2.5; τοῦ δικαίου ib.5.4.31; τῆς ἀληθείας D.18.273; τὸ δίκαιον ἡττ. τοῦ φθόνου D.25.75. 5 c. dat., to be overcome by . ., ἀκοῆς ἡδονῇ ἡσσώμενοι Th.3.38, cf. 7.25; ὕπνῳ Ael.NA13.22; τοῖς δικαίοις Plu. Cat.Mi.16. II later in Act. ἡττάω, overcome, τινα Corn.ND9, Arr.Epict.2.22.6, al.: aor. 1 ἥττησα, τὰς ψυχὰς τῶν ὑπεναντίων Plb.1.75.3; ταῖς ψυχαῖς τοὺς ὑπεναντίους Id.3.18.5, cf. Heraclit.Incred.16; defeat, τοὺς Λακεδαιμονίους ἀπὸ κράτους ἡττηκότες D.S.15.87.
German (Pape)
[Seite 1177] att. ἡττάομαι, ion. ἑσσέομαι, fut. ἡσσηθήσομαι, aber auch ἡττήσομαι, Lys. 28, 9 Xen. An. 2, 3, 23; das act. ἡσσηκότες, ἡττήσαντες führt Suhd. an, Isae. 11, 21 ist jetzt geändert; sonst findet es sich nur bei Sp., in der Bedeutung besiegen, überwältigen, ἥττησε τὰς ψυχὰς τῶν ἐναντίων Pol. 1, 75, 3, vgl. 3, 18, 5; κατὰ κράτος ἥττησεν D. Sic. 20, 30; τοὺς Λακεδαιμονίους ἡττηκότες 15, 87; das pass. oder den. ἡσσάομαι heißt schwächer (ἥσσων) sein als ein Anderer, ihm nachstchen, gegen ihn den Kürzern ziehen, von ihm übertroffen, besiegt werden; absolut, Thuc. im Ggstz von ἐπικρατεῖν, 1, 49, Aesch. πρὸς τῶν κρατούντων δ' ἐσμέν, οἱ δ' ἡσσημένων, Spt. 498; εἰ κοὐκ ἀρκέσει ποθ' ὗμιν οὐδ' ἡσσημένοις εἴκειν Soph. Ai. 1221; Eur. Phoen. 1264; μάχην, in der Schlacht, Isocr. 4, 145 u. öfter, wie Dem. μάχην ἥττηντο 19, 320; auch τὴν δίκην, im Proceß, d. i. den Proceß verlieren, Plat. Legg. IX, 880 c; öfter in der Gerichtssprache, Ar. Plut. 482; Oratt.; Sp., ἡττήθησαν τὴν μάχην Pol. 5, 105, 10; ähnl. τὴν γνώμην οὐχ ἡσσῆσθαι, den Muth nicht verloren haben, Thuc. 6, 72; aber auch τῷ θυμῷ, γνώμῃ, Her. 8, 130. 9, 122; τῇ μάχῃ, 5, 46; τοῖς δικαίοις, im Proceß, Plut. Cat. min. 16. Ggstz νικάω Plat. Legg. XII, 955 b, κατορθοῦν Isocr. 4, 124. – Als eigtl. pass., ὑπό τινος, ἑσσοῦσθαι ὑπὸ Περσέων Her. 3, 106. 4, 197; Thuc. 2, 39; ὑπ' ἔρωτος ἡττώμενος Plat. Phaedr. 233 c; ὑπ' ἔχθρας Polit. 305 c; auch πρός τινος, Her. 9, 122. Seltener c. dat., Eur. Andr. 918; ὕπνῳ Ael. H. A. 13, 22. – Häufiger aber τινός, dem darin liegenden Compar. entsprechend, γυναικὸς ἡσσημένος Eur. Alc. 700; τὸ μὴ δίκαιον τῆς δίκης ἡσσώμενον Ion 1117; τοῦ δεινοῦ, unterliegen, Thuc. 4, 37; Xen. Cyr. 1, 5, 11; τῶν φόβων Plat. Legg. I, 635 d; Sp., ἥττητο Λαγίδος Ath. III, 592 c. – Adj. verb., κοὔτοι γυναικὸς οὐδαμῶς ἡσσητέα, man darf sich nicht von einem Weibe überwinden lassen, ihm nicht nachgeben, Soph. Ant. 674; vgl. Ar. Lys. 450.