σκιά

From LSJ
Revision as of 19:45, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐά Medium diacritics: σκιά Low diacritics: σκιά Capitals: ΣΚΙΑ
Transliteration A: skiá Transliteration B: skia Transliteration C: skia Beta Code: skia/

English (LSJ)

ᾶς, Ion. σκῐή, ῆς, ἡ,

   A shadow, Od.11.207; σκιὰ ἀντίστοιχος ὥς like the shadow that is one's double, E.Andr.745; ὑπὸ κίονος σκιὰν ἔπτηξεν Id.HF973: prov., τὴν αὑτοῦ σ. δέδοικεν Ar.Fr.77, cf. Pl.Phd.101d.    2 reflection, image (in a bowl of oil), Sch.Il.17.755.    3 shade of one dead, phantom, Od.10.495, A.Th.992 (lyr.), S.Aj.1257; σποδόν τε καὶ σκιάν Id.El.1159; κατθανὼν δὲ πᾶς ἀνὴρ γῆ καὶ σ. E.Fr.532; σκιᾷ τινι λόγους ἀνέσπα S.Aj.301; also, of one worn to a shadow, A.Eu.302; κακωθεὶς δ' οὐδὲν ἄλλ' εἰμ' ἢ σ. Id.Niob. in Bull.Soc.Alex.No.28p.110; φωνὴ καὶ σ. γέρων ἀνήρ E.Fr.509: freq. in proverbs of man's mortal estate, σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος Pi.P.8.95; εἴδωλον σκιᾶς A.Ag.839, cf. S.Fr.659.6; ὁρῶ γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα . . ἢ κούφην σ. Id.Aj.126; ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σ. μόνον Id.Fr.13; οὐδέν ἐσμεν πλὴν σκιαῖς ἐοικότες Id.Fr.945; of human affairs, εὐτυχοῦντα μὲν σκιᾷ τις ἂν πρέψειεν A.Ag.1328 (dub.l.); οὐδὲν μᾶλλον ἢ καπνοῦ σ. Id.Fr.399; καπνοῦ σκιὰν δέδοικεν Com.Adesp.692; of worthless things, τἄλλ' ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην S.Ant. 1170, cf. Ph.946; καπνοὺς καὶ σκιάς Eup.51; ὅσ' ἂν γένηται ταῦτα πάντ' ὄνου σκιά S.Fr.331; περὶ ὄνου σκιᾶς [μάχεσθαι] Ar.V.191, cf. Pl.Phdr.260c; Archipp. wrote a Com. entitled Ὄνου σκιά; ἡ ἐν Δελφοῖς σ. that phantom at Delphi, of the Amphictyonic council, D.5.25; αἱ τοῦ δικαίου σ. mere shadows of... Pl.R.517d; σκιαὶ καὶ ἐν ὕδασιν εἰκόνες ib.510e; σκιαὶ τῶν ὄντων, ἀλλ' οὐκ εἰδώλων σ. ib.532c; στιγμὴ ἢ σ. τούτων D.21.115; ἂν ἔχῃ φίλου σκιάν Men. 554.    4 evil spirit, Hippiatr.130, PMasp.188.5 (vi A.D.).    II shade of trees, etc., as a protection from heat, πετραίη τε σκιή the shade of a rock, Hes.Op.589; ἐν σκιῇ ἑζόμενος ib.593; ἐν συμμιγεῖ σκιᾷ Pl.Phdr.239c; εἰ ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο ἡ μάχη Hdt.7.226; ὑπὸ σκιᾶς E.Ba.458; εἰσελθὼν ὑπὸ τὴν σκιὰν καθέζεσθαι And.1.38; θέρους σκιὰν παρέχειν Pl.Ti.76d; ἐν σκιᾷ, i.e. indoors, X.Smp.2.18, cf. Cyn.3.3; σκιὰν ὑπερτείνασα Σειρίου κυνός shade from its heat, A.Ag.967: pl., αἱ τῶν δένδρων, αἱ τῶν πετρῶν σ., X.Cyr.8.8.17; ὑπὸ σκιαῖς Id.Oec.20.18, cf. 5.9.    III shadow in painting, τὰ λαμπρὰ τῇ σκιᾷ τρανότερα ποιοῦσι Plu.2.863e, cf. 407a, D.H.Is.4, Longin.17.3; ἀνθρώπων πρῶτος ἐξευρὼν φθορὰν καὶ ἀπόχρωσιν σκιᾶς, of the painter Apollodorus, Plu.2.346a, cf. Hsch.    2 silhouette, profile, Διόδωρος σ. Ἀντιφίλου ἐποίησεν Sammelb.344 (Alexandria, ii B.C.).    3 perh. coloured border on a garment, καλάσηριν ἢ ὑπόδυμα μὴ ἔχον σκιάς IG5(1).1390.19, cf. 24 (Andania, i B.C.), cf. Men.561, BGU1141.41,43 (i B.C.).    IV an uninvited guest, introduced by another (Lat. umbra), Plu.2.707a, Ael.Fr.110. (Cf. Skt. chāyā´ 'shadow'.)

German (Pape)

[Seite 897] ἡ, ion. σκιή, der Schatten; Od. 11, 207; auch die Schatten der Abgeschiedenen, 10, 495, wie πότνιά τ' Οἰδίπου σκιά Aesch. Spt. 961, vgl. 976; Pind. sagt σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος, P. 8, 95; πετραίη τε σκιή (wo σκ keine Position macht), Hes. O. 591, Felsenschatten; so öfter von schattigen, Kühlung u. Erquickung gewährenden Orten, O. 545; ὑπὸ σκιῇ ἐστιν ἡ μάχη, Her. 7, 226; Plat. u. sonst in Prosa, ᾔσθου ἐμὲ διὰ θάλπ ος μαχόμενόν τῳ περὶ σκιᾶς, Xen. Mem. 1, 6, 6; bekannt ist περὶ ὄνου σκιᾶς, Plat. Phaedr. 260 c, vgl. Ar. Vesp. 191; Zenob. 6, 28 u. app. paroem. 4, 26; auch περὶ τῆς ἐν Δελφοῖς σκιᾶς πολεμῆσαι, Dem. 5, 25. – Uebertr., das Schwache, εὐτυχοῦντα μὲν σκιά τις ἂν τρέψειεν, Aesch. Ag. 1301; übh. das Nichtige, Vergängliche bezeichnend, ἡμᾶς οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα ἢ κούφην σκιάν, Soph. Ai. 126; ἀνδρὸς οὐκέτ' ὄντος, ἀλλ' ἤδη σκιᾶς, 1236; vgl. noch τἄλλ' ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην, Ant. 1155; τὰ θνητὰ ἡγοῦμαι σκιάν, Eur. Med. 1224. – Der Umriß, Schattenriß, Sp. – Nach Suid. auch der ungebetene, mitgebrachte Gast, umbra, vgl. Plut. Symp. 7, 6.