πρευμενής
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
ές, contr. fr. πρηϋμενής (v. πραϋμενής),
A soft of temper, gentle, gracious, τινι to one, A.Ag.840, E.Hec.538: abs., ἴδοιτο . . πρευμενοῦς ἀπ' ὄμματος A.Supp.210(207); Ἀχαιῶν πρευμενεστέρων τύχοις E.Tr.739. Adv., πρευμενῶς αἰτεῖσθαι, παραινέσαι, A.Pers.220,224; δέχεσθαι Id.Eu.236. 2 of events, favourable, κατελθὼν . . πρευμενεῖ τύχῃ Id.Ag.1647; τελευτὰς . . πρευμενεῖς κτίσειεν Id.Supp.140 (lyr.); πρευμενοῦς . . νόστου τυχόντας E.Hec.540 (s.v.l.). II propitiating, χοαί A.Pers.609.
German (Pape)
[Seite 699] ές, sanftmüthig, huldvoll, gnädig; χοὰς δὲ πρευμενεῖς ἐδεξάμην, Aesch. Pers. 671; τύχη, Ag. 1631; gew. von Personen; τινί, 814, πρευμενὴς ἡμῖν γενοῦ, Eur. Hec. 538; πρευμενοῦς νόστου τυχόντες, 540, u. öfter; auch comparat., Eur. Troad. 734 u. einzeln bei folgdn Dichtern. – Adv. πρευμενῶς, z. B. παρῄνεσα, Aesch. Pers. 220; δέχεσθαι, freundlich, Eum. 227 (von πραΰς, πρηΰ u. μένος, statt πρηυμενής).