συγγνώμη

From LSJ
Revision as of 19:49, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγνώμη Medium diacritics: συγγνώμη Low diacritics: συγγνώμη Capitals: ΣΥΓΓΝΩΜΗ
Transliteration A: syngnṓmē Transliteration B: syngnōmē Transliteration C: syggnomi Beta Code: suggnw/mh

English (LSJ)

   A fellow-feeling, forbearance, lenient judgement, allowance, Ar.Pax 997, Pl.Criti.107a, Arist.EN1143a23, 1 Ep.Cor.7.6. Phrases: a. συγγνώμην ἔχειν judge kindly, excuse, pardon, E.Or. 661, Ar.Pax 668, etc.; τινι Hdt.1.116,155, S.Ph.1319, Lys.12.29, Pl.Phd.88c, X.HG6.2.13, etc.; ἑαυτῷ κακῷ ὄντι Pl.R.391e; τινος for a thing, Hdt.6.86. γ, S.El.400, Ar.V.368, Lys.10.2, Pl.Phdr.233c, etc.; περί τι Arist.EN1143a22; folld. by ὅτι, Hdt.7.13, Pl.R.472a; by εἰ . ., E.Hipp.117, etc.; by inf., S.Aj.1322; c. gen. abs., σ. ἔχε ἐμοῦ παρανοήσαντος Ar.Nu.1479; so σ. ποιήσασθαι Hdt.2.110; διδόναι Plb.8.35.2; νέμειν Paus.2.27.4, Jul.Or.2.50c; ἀπονέμειν Luc.Nigr. 14: opp.    b συγγνώμης τυγχάνειν X.Mem.1.7.4, And.1.141, Lys.1.3; παρά τινος from a person, Id.24.17, Isoc.12.38, etc.; συγγνώμης τινός, ὑπέρ τινος τυχεῖν, for a thing, E.Hipp.1326, Isoc. 12.271; ξυγγνώμην ἁμαρτεῖν . . λήψονται will be pardoned for offending, Th.3.40; συγγνώμην αἰτεῖσθαι Pl.Criti.106b; σ. ἔχει calls for for-bearance, S.Tr.328; ἔχοντάς τι ξυγγνώμης Th.3.44; ἐχέτω σ. let it pass, Plu.2.1118e.    c πολλὴ ἔκ γε ἐμεῦ ἐγίνετο σ. Hdt.9.58; συγγνώμη τοι I excuse you, Id.1.39, cf. Th.8.50 (both c. inf.): συγγνώμη [ἐστί], c. acc. et inf., it is excusable that... Id.4.61, 5.88, cf. D.19.238; τὸ πεπεῖσθαι . . σ. Id.Prooem.34: also with a part., σ. [ἐστί τινι] πλοῦτον ἀγειρομένῳ AP11.389 (Lucill.); σ. [ἐστὶ] εἰ... ἐὰν... Th.1.32, 4.114, Pl.Hp.Mi.372a.    2 Rhet., confession and avoidance, Hermog.Stat.2, al.

German (Pape)

[Seite 962] ἡ, Verzeihung; συγγνώμην ἔχειν, verzeihen, Soph. El. 392; τινί, Ai. 1301 Phil. 1303 (aber Tr. 328 ἡ τύχη κακὴ μέν, ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει ist = verdient Verzeihung), wie Eur. Or. 660 u. öfter; συγγνώμης τυχεῖν, Hipp. 1326; συγγνώμην ἔχειν τινί, Her. 6, 86, 3; τινός, Plat. Phaedr. 233 c u. öfter; Lys. 12, 29; Isocr. 4, 14. 82; συγγνώμην ποιήσασθαι, Her. 2, 110; γίγνεταί μοι συγγνώμη, 9, 58; τούτων ἀπεχομένῳ σοι ἔσται πολλὴ συγγνώμη, Plat. Theaet. 197 a; συγγνώμην αἰτούμενος ὡς περὶ μεγάλων μέλλων λέγειν, Critia. 106 b; auch absolut, συγγνώμη ἀδελφῷ βοηθεῖν, als sprichwörtlich bemerkt, Dem. 19, 238, d. i. daß man dem Bruder beisteht, darf Einem Niemand verargen, nämlich auch in schlechter Sache; συγγνώμης τυγχάνειν παρά τινος, Din. 2, 3; αἰτεῖσθαι, Pol. 4, 14, 7; διδόναι, 12, 7, 5 u. öfter; συγγνώμην ἀπονέμειν τινί, Luc. Alex. 17.