ὑπολαμβάνω

From LSJ
Revision as of 19:51, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολαμβάνω Medium diacritics: ὑπολαμβάνω Low diacritics: υπολαμβάνω Capitals: ΥΠΟΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: hypolambánō Transliteration B: hypolambanō Transliteration C: ypolamvano Beta Code: u(polamba/nw

English (LSJ)

also ὑπολάζυμαι (q. v.), late Dor. 3pl. fut.

   A -λαμψοῦνται Anon.Oxy.410.99:—take up by getting under, as the dolphin did Arion, Hdt.1.24, Pl.R.453d; τοὺς νεοττοὺς ὑ. ἡ φήνη Arist.HA619b34; τὸ κῦμα ὑ. τινά Clearch.73; νεφέλη ὑ. τινά Act.Ap.1.9.    b bear up, support, Hdt.4.72; ὑ. τοὺς ἐνδεεῖς Str.14.2.5, cf. D.S.19.67; ὑπέλαβές με πέμψας μοι τὰ κριθάρια BGU48.3 (ii/iii A. D.).    2 take up, seize or come suddenly upon, ὑπὸ τρόμος ἔλλαβε γυῖα Il.3.34, Od.18.88; of a storm of wind, Hdt.4.179; of a fit of madness, Id.6.75; of a pestilence, ib.27; of a river taking up earth thrown into it, Id.2.150; of winds taking up water, ib.25; of soldiers marching, δυσχωρία ὑπελάμβανεν αὐτούς, i. e. they came suddenly into difficult ground, X.HG3.5.20: abs., ὑπολαβὼν πυρετός Hp.Epid.5.20; of events, follow next, come next, ὑπέλαβε ναυμαχίη καρτερή Hdt.8.12, cf. 6.27.    3 in discourse, take up what is said, interpret or understand it in a certain way, ταύτῃ ὑπολαμβάνεις ᾗ ἃν κακουργήσαις μάλιστα τὸν λόγον Pl.R.338d; ὃν μὴ σὺ φράζεις, πῶς ὑπολάβοιμ' ἂν λόγον; E. IA523, cf. Pl.Euthd.295c; ὑ. τι εἴς τινα understand it of, i. e. apply it to, him, Aeschin.1.157; ὥσπερ ὁ ἀκούων ὑ. Arist.Rh.1412a30; rejoin, retort, Pl.Lg.875d, D.22.10, etc.; πρός τι Th.5.85; τιπρός τινας D.20.146, cf. 23.93; ὑ. τινὶ ὅτι . . Pl.R.598d; ὑ. ὡς . . X.Ath.3.12, etc.: c. acc. et inf., reply that... Th.5.49; ὑπολαμβάνεῖν χρὴ εἰ . . retort by asking whether... Lys.13.82: abs., in dialogue, ἔφη ὑπολαβών, ὑ. ἔφη, ὑ. εἶπεν, he said in answer, Pl.R.331d, Hdt.101, Th.3.113, etc.    b take up, interrupt, μεταξὺ ὑ. X.An.3.1.26; ἔτι λέγοντος αὐτοῦ ὑ. Id.Cyr.5.5.35.    4 take up the conqueror, fight with him, Th.8.105.    5 take up a charge, Id.6.28; ὑ. τὴν ἐπιθυμίαν τινός take up and turn it to their own use, Luc.Cal.17.    II = ὑποδέχομαι, receive and protect, ὁ Κῦρος ὑπολαβὼν τοὺς φεύγοντας (the exiles) X.An.1.1.7; admit a visitor, Pl.Smp.212d; of a doctor, take in hand, treat a patient, Hp. Morb.1.15 (Pass.).    2 accept or entertain a proposal, Hdt.1.212, 3.146; δυσχερῶς ὑ. D.57.35; μηδεὶς ὑπολάβῃ δυσκόλως ἐὰν . . take it amiss, ib.59.    III take up a notion, assume, suppose, freq. of an ill-grounded opinion, ὑ. θεῖον εἶναι τὸ ἐπαγγελλόμενον Hdt.2.55; οὐκ ἂν ὑπέλαβον τοῦτον ἀντειπεῖν Antipho 3.3.2, cf. Pl.Phd.86b, Prt.343d; ἐὰν ὑπολάβῃ . . Ἀθήνῃσιν εἶναι, ὢν ἐν Λιβύῃ Arist.Metaph.1010b10: an Adv. is freq. added to give the word a good sense, ὀρθῶς ὑ. Pl.Grg. 458e, Arist.EN1145b21, καλῶς Id.Rh.1404a1, etc.; βέλτιον ὑπελάβομεν εἶναι πάλιν γράψαι PCair.Zen.36.15 (iii B. C.): with εἶναι omitted, assume or understand a thing to be so and so, τὰ φύματα τεχνικώτατον ὑπειληφέναι (sc. εἶναι) δεῖ δύνασθαι διαλύειν Hp.Medic. 10; τὸ χαλεπὸν κακὸν (sc. εἶναι) ὑ. Pl.Prt.341b; ὑ. τὸν Ἔρωτα ἕν τι τῶν ὄντων Id.Phdr.263d; ὑ. τι ὡς ὂν . . Id.Prm.134c; τὸν αἰθέρα τῇδέ πῃ ὑ. conceive of the word αἰθήρ somewhat in this way, Id.Cra. 410b; οὕτως ὑ. περί τινος Isoc.3.26, cf. D.18.269: simply c. acc., καίπερ ὑπειληφὼς ταῦτα though I assume this to be so, Id.19.3, cf. Arist.Metaph.1005b26; τίς σε ἀναγκάσαι δύναται ὑπολαβεῖν τι ὧν οὐ θέλεις; Arr.Epict.2.6.21; ὃ βούλει, ὑπολάμβανε ib.1.10.4; ὑ. πλῆθος ὡρισμένον Arist.Metaph.1073b13; ὑ. ὅτι . . Id.Pol.1301a25:—Pass., τοιοῦτος ὑπολαμβάνομαι Isoc.12.5, cf. Arist.Rh.1366a26; ὑ. μειζόνως ἢ κατὰ τὴν ἀξίαν Isoc.11.24, cf. D.23.6; ἡ ὑπειλημμένη ἀρετή Id.14.1; ὅπως ποθ' ὑπείλημμαι περὶ τούτων ἀρκεῖ μοι I am content with whatever opinion of me has been formed in these matters, Id.18.269: c. inf., τῇ φιλανθρωπίᾳ ἢν ἔχειν ὑπείληψαι παρὰ τοῖς ἀνθρώποις Isoc. Ep.4.9, cf. Arist.Rh.1383b8; ὑπολαμβάνεται δεδωκέναι is understood to have granted, Id.SE178a20: τὸ ὑποληφθὲν πᾶν, = πᾶσα ὑπόληψις (11), Men.249.7.    2 suspect, disbelieve, X.Ages.5.6, unless ὅ τι ὑπολαμβάνουσί τινες ταῦτα οὐκ ἀγνοῶ means 'I know how some people regard it'.    IV draw away, seduce, ὑ. μισθῷ μείζονι τοὺς ναυβάτας Th.1.121, cf. 143; Κέρκυραν ib.68.    2 take away, remove, seize, τοῖς ἐπικούροις φράσας τὰ ὅπλα ὑπολαβεῖν ordering his bodyguard to remove the arms (of the citizens), Id.6.58.    3 receive, ἀποτίσει . . ὃ ὑπείληφεν . . ἀργυρικὸν κεφάλαιον Mitteis Chr.220.21 (i A. D.), cf. BGU709.19 (ii A. D.).    V ὑ. ἵππον, as a term of horsemanship, hold up the horse, check him in his course, X.Eq.7.15,9.5.

German (Pape)

[Seite 1223] (s. λαμβάνω), darunter od. darein aufnehmen, auffangen, z. B. vom Delphin, der den Arion auf seinen Rücken aufnimmt, δελφῖνα λέγουσιν ὑπολαβόντα αὐτὸν ἐξενεῖκαι ἐπὶ Ταίναρον Her. 1, 24; vgl. Plat. Rep. V, 453 d Conv. 212 d; dah. gastfreundlich aufnehmen, in Schutz nehmen, Xen. An. 1, 1,7; δυσχωρία ὑπελάμβανεν αὐτούς, d. i. sie kamen in eine schwierige Gegend, Xen. Hell. 3, 5,20; oft λόγον, eine Rede gut aufnehmen, einen Vorschlag annehmen, Her. 1, 212. 3, 146; τὸν αὐτὸν λόγον οὐχ ὁμοίως ὑπολ. μὴ μετὰ τῆς αὐτῆς διανοίας λεγόμενον Isocr. 4, 130. Auch die Rede eines Andern so aufnehmen, daß man darauf erwidert, Her. 1, 11; τὶ πρός τι, Thuc. 5, 85; ὁ δὲ ὑπολαβὼν εἶπε Her. 7, 101; Thuc. 3, 113 und öfter, wie Xen. Cyr. 2, 2,2 u. öfter; Plat. u. Folgde; auch ohne λόγον, entgegnen, widersprechen, Dem. 22, 4 u. öfter; μεταξὺ ὑπολαμβάνειν, Einem mitten in die Rede fallen, ihn unterbrechen, vgl. ἔτι λέγοντος αὐτοῦ ὑπολαβὼν εἶπε Xen. Cyr. 5, 5,35; Pol. u. Sp. – Uebh. gut oder übel aufnehmen, auslegen, verstehen, ὃν μὴ σὺ φράζεις, πῶς ὑπολάβοιμ' ἂν λόγον Eur. I. A. 523; ἴσως γάρ τοι σοῦ ὀρθῶς λέγοντος ἐγὼ οὐκ ὀρθῶς ὑπολαμβάνω Plat. Gorg. 458 e; ὑπολαμβάνεις γὰρ δή πού τι ὃ λέγω Euthyd. 295 b; ἴσως οἱ Κεῖοι καὶ τὸ χαλεπὸν ἢ κακὸν ὑπολαμβάνουσιν ἢ ἄλλο τι, verstehen darunter, Prot. 341 b; ὁ Λυσίας ἠνάγκασεν ἡμᾶς ὑπολαβεῖν τὸν Ἔρωτα ἕν τι τῶν ὄντων Phaedr. 263 d; annehmen, meinen, glauben, τί οὖν αἴτιον εἶναι ὑπολαμβάνω Apol. 40 b, u. öfter; ὅπερ ὑπολάβοιεν ἂν οἱ πολλοί Phil. 51 e; Xen. Cyr. 6, 1,26; οὕτω περὶ αὐτῶν ὑπειλήφαμεν Isocr. 3, 26; ἐβουλόμην, ὥςπερ ὠφέλιμόν ἐστι, οὕτω καὶ φιλάνθρωπον αὐτὸ παρὰ τοῖς πολλοῖς ὑπειλῆφθαι Lycurg. 3, wie ἀρετὴν ἐλάττω τῆς ὑπειλημμένης παρὰ τοῖς ἀκούουσιν Dem. 14, 1; καίπερ ὑπειληφὼς τάδε 19, 3. – Wie δέχεσθαι, den Angriff aufnehmen, aushalten, Thuc. 8, 105; auch unvermerkt, heimlich, listig nehmen, 1, 68. 121. 143. – Von Begebenheiten, der Zeit nach gleich darauf folgen, ἡ ναυμαχίη ὑπολαβοῦσα, die darauf folgende Seeschlacht, Her. 6, 27; τοὺς δὲ λοιμὸς ὑπολαβὼν ἀπήνεικε, die darauf folgende Pest, ibd., wo man den accus. aber auch darauf beziehen kann, wie κατελθόντα αὐτὸν ὑπέλαβε μανίη νοῦσος, 6, 75, es ergriff oder befiel ihn darauf; vgl. καί μιν ὑπολαβεῖν ἄνεμον βορῆν καὶ ἀποφέρειν πρὸς τὴν Λιβύην, 1, 179. 7, 170. 8, 118. – Bei Xen. equit. 7, 15 Kunstausdruck des Reitens, ὑπολαμβάνειν ἵππον, das Pferd vorhalten, halbe Parade geben.