ἀμφιβάλλω

Revision as of 19:54, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

English (LSJ)

fut. -βαλῶ, etc.:—Med., Ep. fut.

   A ἀμφιβαλεῦμαι Od. 22.103:—throw or put round, used by Hom. mostly in tmesi:    I of clothes, etc., put them on a person, c. dupl. acc. pers. et rei, ἀμφὶ δέ με χλαῖναν . . βάλεν ἠδὲ χιτῶνα Od.10.365, cf. 451; ἀμφὶ δέ μιν ῥάκος . . βάλεν 13.434: c. dat. pers., ἀμφὶ δέ μοι ῥάκος . . βάλον v.l. in 14.342; ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις . . βάλ' αἰγίδα Il.18.204; στολὴν . . ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ E.HF465; γέρας κόμαις Pi.P.5.32:—Med., put round oneself, δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι Od.6.178, cf. 22.103, etc.; ἄγραν . . ἀ. πλοκάμοις E.Ba.104.    b metaph. and half metaph., τῷ δ' ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον I built chamber over him, Od.23.192; ζυγὸν Ἑλλάδι ἀ. A.Pers.50, cf. 72; ἀνδράσι κρατὴρ ὕπνον ἀμφιβάλλῃ E.Ba. 385; ἐξ ὅτου λευκὴν ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα since I have put on white hair, S.Ant.1093; ἀ. νέφος θανάτου Simon.99.    c Act. in med. sense, κρατερὸν μένος ἀμφιβαλόντες [ἑαυτοῖς] 'girding themselves with strength', Il.17.742; δουλοσύναν ἀμφιβαλοῦσα κάρᾳ [ἐμαυτῆς] E.Andr.110: reversely, Med. for Act., ἀμφιβάλλεσθαι Ἀΐδαν ἐπί τινι 1191:—Pass., ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίες σι song is cast (like a net) over the minds of poets, Pi.O.1.8.    2 throw the arms round, so as to embrace, c. dat. pers., ἀμφ' Ὀδυσῆι . . χεῖρε βαλόντε Od.21.223; ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ βάλλ' Ὀδυσῆι 23.208; ἀμφὶ δὲ παιδὶ . . βάλε πήχεε 24.347; but ἀμφὶ δὲ χεῖρας βάλλομεν, of seizing or taking prisoner, 4.454; also ἀμφὶ δὲ χεῖρα . . βάλεν ἔγχεϊ grasped it, 21.433; ἀμφὶ δὲ . . βάλε γούνασι χεῖρας, as a suppliant, 7.142.    3 c. acc. pers., encompass, embrace, ἀμφιβαλόντε ἀλλήλους Il. 23.97; ἀ. τινὰ χερσί E.Ba.1363; ἀ. μαστὸν ὠλέναισι Ph.306; ἀ. μέλη Supp.70.    4 encompass, beset, δυσμενὴς ὅρι' ἀμφιβάλλει B.17.6; πόλιν φόνῳ E.Andr.799, cf. Trag.Adesp.127.6(lyr.); ἀ. φῦλον ὀρνίθωνsurround them with nets, S.Ant.344; strike or hit on all sides, τινὰ βέλεσι E.HF422.    b abs., fish (cf. ἀμφίβληστρον), Ev.Marc.1.16, cf. PFlor.2.119.3 (ii A. D.).    c metaph., ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Il.10.535 (unless . be Adv.).    II force, move round, τὸ ἄρθρον v.l. for ἀμφισφάλλω (q.v.), Hp.Art.2.    III doubt, περί τινος Plb. 39.5.2: also folld. by inf., Hld.5.17; by ὡς . . Ael.NA9.33; by ὅτι . . Hermog.Id.2.10; περί τινος Id.Meth.23.    IV intr., ἀ. εἰς τόπον go into another place, E.Cyc.60.    2 to be doubtful or in dispute, Arist.EE1243a12,25; ἀμφιβάλλειν εἴωθε τὰ φίλτρα are uncertain in their action, Alciphr.1.37:—Pass., to be in dispute, Simp.in Ph.21.11.    V Med., change, μορφήν Opp.C.3.16.

German (Pape)

[Seite 136] (s. βάλλω), umwerfen, Hom. öfter, fut. med. Ionisch ἀμφιβαλεῦμαι Od. 22, 103; meist Tmesis; nicht selten vom Bekleiden, τινά τι Iliad. 24, 588 Od. 3, 467. 10, 365. 13, 434, τινί τι Iliad. 18, 204 Od. 14, 342; med. sich ein Kleid oder dgl. umthun, Od. 6, 178 δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι, Iliad. 2, 45 ἀμφὶ δ' ἄρ' ὤμοισιν βάλετο ξίφος, 5, 738 ἀμφὶ δ' ἄρ' ὤμοισιν βάλετ' αἰγίδα, Od. 17, 197 ἀμφ' ὤμοισιν ἀεικέα βάλλετο πήρην; das act. Homerisch anstatt des med. Od. 4, 245 σπεῖρα κάκ' ἀμφ' ὤμοισι βαλών, Iliad. 17, 742 κρατερὸν μένος ἀμφιβαλόντες, sich Kraft umthun, wie μεγάλην ἐπιειμένος ἀλκήν; – Od. 21, 223 ἀμφ' Ὀδυσῆι δαΐφρονι χεῖρε βαλόντε, umarmen; 24, 347 ἀμφὶ δὲ παιδὶ φίλῳ βάλε πήχεε; 23, 207 ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ βάλλ' Ὀδυσῆι, Homerisch βάλλε statt des aor. u. δειρῇ Ὀδυσῆι statt τῇ τοῦ Ὀδυσσέως δειρᾷ; Iliad. 23, 47 ἀμφιβαλόντε ἀλλήλους, einander umarmen, vgl. Scholl. Nicanor.; Od. 7, 142 ἀμφὶ δ' ἄρ' Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς; Od. 17, 344 ἄρτον τ' οὖλον ἑλὼν καὶ κρέας, ὥς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον ἀμφιβαλόντι, so viel er in den Händen fassen konnte; 21, 433 ἀμφὶ δὲ χεῖρα φίλην βάλεν ἔγχεϊ; 4, 454 ἀμφὶ δὲ χεῖρας βάλλομεν, wir packten ihn; – Iliad. 13, 36 ἀμφὶ δὲ ποσσὶ πέδας ἔβαλε, legte Fesseln um die Füße; 5, 722 Ἥβη δ' ἀμφ' ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα, –, σιδηρέῳ ἄξονι ἀμφίς, steckte die Räder an die Wagenachse; – Od. 23, 192 τῷ (τῷ θάμνῳ) δ' ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον, baute das Gemach um den Stamm; – Iliad. 10, 535 ἵππων μ' ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει, umtönt mein Ohr. – Pind. γέρας ἀμφέβαλε κόμαις P. 5, 31; Aesch. ζυγόν τινι Pers. 50; Eur. στολὴν κάρᾳ Herc. Fur. 465; φάρεά σε El. 1231; δουλοσύναν κάρᾳ Andr. 110; ἀνδράσι κρατὴρ ὕπνον ἀμφιβ. Bacch. 384; Soph. τρίχα λευκήν, sich in weißes Haar kleiden, Ant. 1080; Pind. Ol. 1, 8 ὅθεν ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι, das Lied schwingt sich um den Geist, umtönt ihn; ἀμφιβάλλειν τινὰ χερσίν, ὠλἔναις, Eur. Bacch. 1361 Pheen. 313; μαστὸν ὠλέναισι Phoen. 313; fangen, φῦλον ὀρνίθων Soph. Ant. 343; ἄγραν πλοκάμοις Eur. Bacch. 103; – intrans., hineingehen, εἰς αὐλάν Eur. Cycl. 60; vgl. εἰς τέκνα καὶ δόμον ἀμφιβαλέσθαι Andr. 1192. – In sp. Prosa: von allen Seiten betrachten, bezweifeln, περί τινος Polyb. 40, 10; Ael. H. A. 9, 33; Alciphr. 1, 37.