ἀσκέω
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
A work raw materials, εἴρια, κέρα, Il.3.388,4.110; work curiously, form by art, [κρητῆρα] Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν ib. 23.743; ἑρμῖν' ἀσκήσας Od.23.198; πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα having folded and smoothed it, ib.1.439; ἅρμα . . χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται Il.10.438; χορὸν ἤσκησεν ib.18.592; γόμφοις ἀ. Emp.87: added in aor. part. to Verbs, [θρόνον] τεύξει ἀσκήσας elaborately, Il.14.240; [χρυσὸν] βοὸς κέρασιν περίχευεν ἀσκήσας Od.3.437; [ἑανὸν] ἔξυσ' ἀσκήσασα Il.14.179. 2 of personal adornment, dress out, trick out, ἀ. τινὰ κόσμῳ Hdt.3.1; ἐς κάλλος ἀσκεῖ decks herself, E.El.1073; δέμας Id.Tr.1023:—freq. in Pass., σκιεροῖς ἠσκημένα γυίοις furnished with... Emp.61.4; πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη A.Pers.182; οὐ χλιδαῖς ἠσκημένον S.El.452; of buildings, παστὰς ἠσκημένη στύλοισι Hdt.2.169; Παρίῳ λίθῳ ἠσκημένα Id.3.57: abs., οἴκημα ἠσκημένον Id.2.130; σῶμα λόγοις ἠσκ. tricked out with words only, not real, S.El. 1217:—Med., σῶμ' ὅπλοις ἠσκήσατο adorned his own person, E.Hel. 1379, cf.Alc.161. 3 in Pi., honour a divinity, do him reverence, δαίμον' ἀσκήσω θεραπεύων P.3.109; ἀσκεῖται Θέμις O.8.22. II practise, exercise, train, esp. in Prose and Com., properly of athletic exercise, 1 c. acc. of person or thing, ἀ. τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τρόπον Ar.Pl.47; ἀ. τὰ σώματα εἰς ἰσχύν X.Cyr.2.1.20, cf. Mem.1.2.19; ἐχθρὸν ἐφ' ἡμᾶς αὐτοὺς τηλικοῦτον ἠσκήκαμεν D.3.28:—Pass., σώματα εὖ ἠσκημένα X.Cyr.1.6.41; εἰς ἀγῶνα ἄμεινον ἡμῶν ἤσκηνται D.9.52; ἀσκεῖσθαι λέγειν Luc.Demon.4; τὴν Κυνικὴν ἄσκησιν Id.Tox.27; λόγοις D.C.45.2; ἐν παιδείᾳ Id.60.2; πρός τι D.S.2.54. 2 c. acc. of the thing practised, ἀ. τέχνην, πεντάεθλον, Hdt.3.125, 9.33; λόγους Democr.53a,110; μανθάνειν καὶ ἀ. τι Pl.Grg.509e; ἀ. παγκράτιον, στάδιον, etc., Id.Lg.795b, Thg.128e; ἠσκηκέναι μηδεμίαν ἄσκησιν κυριωτέραν τῆς πολεμικῆς Arist.Pol.1271b5: metaph., ἀ. τὴν ἀληθείην, δικαιοσύνην, Hdt.7.209, 1.96; δίκαια S.OC913; ἀρετήν E.Fr.853, Pl. R.407a; κακότητα A.Pr.1066 (lyr.), cf. S.Tr.384; ἀσέβειαν E.Ba.476; τὰ δίκαια Crates Theb.12; λαλιάν Ar.Nu.931 (anap.): c. dupl. acc., ἀ. αὑτόν τε καὶ τοὺς σὺν αὑτῷ τὰ πολεμικά X.Cyr.8.6.10. 3 c. inf., ἄσκει τοιαύτη μένειν practise, endeavour to remain such, S.El.1024; λέγειν ἠσκηκότες Id.Fr.963; εὐσεβεῖν ἠσκηκότα E.Fr.1067; ἀ. γαστρὸς κρείττους εἶναι, τοὺς φίλους ἀγαθὰ ποιεῖν, X.Cyr.4.2.45,5.5.12, cf. Mem.2.1.6; ἤσκει ἐξομιλεῖν παντοδαποῖς he made a practice of associating... Id.Ages.11.4. 4 abs., practise, go into training, Pl.R.389c, X.Cyr.2.1.29; οἱ ἀσκέοντες those who practise gymnastics, Hp.Acut. 9; περὶ τὰς βαναύσους τέχνας Plb.9.20.9.
German (Pape)
[Seite 371] 1) sorgfältig, künstlich bearbeiten, verzieren; ἤσκειν εἴρια καλά, 3. sing., Iliad. 3, 388; ἑανόν, ὅν οἱ Ἀθήνη ἔξυσ' ἀσκήσασα 14, 179; θρόνον – Ἥφαιστος τεύξει ἀσκήσας 14, 240; κέρα – τὰ μὲν ἀσκήσας κεραοξόος ἤραρε τέκτων 4, 110; κρητῆρα – Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν 23, 743; ἅρμα δέ οἱ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται 10. 438; ἑρμῖν' ἀσκήσας Od. 23, 198; χρυσόν – ὁ δ' ἔπειτα βοὸς κέρασιν περίχευεν ἀσκήσας 3, 438; χορόν, τῷ ἴκελον οἷόν ποτε Δαίδαλος ἤσκησεν Ἀριάδνῃ, ein Bildwerk, Iliad. 18, 592, vgl. Paus. 9, 40, 2; ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα, sorgfältig putzen u. reinigen, Od. 1, 439. Uebh. zieren, schmücken, ἠσκημένη πέπλοις Aesch. Pers. 178; Soph. El. 444; κόσμῳ Her. 3, 1, u. öfter; οἶκος ἠσκημένος, künstlich geschmückt, 2, 130; übh. ausrüsten, 'Έλληνες ναυσίν, ἀσπίσιν ἠσκημένοι Eur. I. A. 83; σῶμ' ὃπλοις ἠσκήσατο Hel. 1395; ἀσκεῖν εἰς κάλλος El. 1073. – 2) = θεραπεύειν, verehren, δαίμονα Pind. P. 3, 109; θέμις ἀσκεῖται Ol. 8, 22 N. 9, 8. Daraus entspringt die bei den Att. gew. Bdtg, üben, ausüben, wie Her. τέχνην, πεντάεθλον 3, 125. 9, 33 sagt; auch δικαιοσύνην, ἀληθηΐην 1, 96. 7, 209. So κακότητα Aesch. Prom. 1068; τὰ δίκαια Soph. O. C. 917; κακά Tr. 383; λαλίαν Ar. Nubb. 921; μηδὲν ὑγιές Plut. 50; τινά τι. Einen worin, 47; ἔρωτας, πόνον, ἀπάτας Eur. Hell. 1110; ἀσέβειαν Bacch. 476; λόγῳ ἠσκημένον, das vorgegebene, Soph. El. 1208. So stets in Prosa, σοφίαν καὶ ἀρετήν Plat. Euthyd. 283 a; σιωπήν, Stillschweigen beobachten, Xen. Cyr. 5, 3, 43; bes. σῶμα πρός od. εἴς τι, den Körper stärken, von athletischen u. gymnischen Uebungen, Mem. 1, 2, 19 Cyr. 2, 1, 20 u. Sp.; Phryn. in B. A. 17 erkl. τὸ ἀγωνιστικῆς ἐπιμελείας τυγχάνειν; auch ohne σῶμα, Plat. Lach. 128 e; στάδιον, παγκράτιον, sich im Wettlauf, P. üben, Legg. VII, 795 b; τὰ περὶ τὸν πόλεμον VIII, 832 b; c. inf., ἀσκῶ ποιεῖν, ich bemühe mich zu thun, Xen. Cyr. 5, 5, 12; εὐπετῶς φέρειν Mem. 2, 1, 6; εὖ ἠσκηκότες, den ἀνάσκητοι entgeggstzt, Cyr. 8, 8, 20; ἠσκημένος ἀνήρ Mem. 3, 13, 6; εἰς ἀγῶνα ἄμεινον ἡμῶν ἤσκηται Dem. 9, 52; auch Sp. Bei Is. 7, 14 παῖδα neben δι' ἐπιμελείας ἔχειν.