συνεξάγω
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
[ᾰ],
A lead out together, στρατιήν Hdt.5.75; σ. τι εἰς φῶς assist in bringing it out, Pl.Tht.157d. II carry off together, assist in removing, οἱ ἔμετοι σ. τὸ γλίσχρον Arist.Pr.868b7; ἥλιος σ. τὴν ὑγρότητα Thphr.CP4.13.5; τοὺς συναγωνιστάς Plu.2.787e; σ. ἑαυτήν, of suicide, App.BC4.23. 2 Pass., to be carried away at the same time, οἴκτῳ καὶ μανίῃ APl.4.128.
German (Pape)
[Seite 1015] (s. ἄγω), mit od. zugleich aus-, hinaus-, wegführen; ἕως ἂν εἰς φῶς τὸ σὸν δόγμα συνεξαγάγω, Plat. Theaet. 157 d; S. Emp.