οἰδάνω
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
[ᾰ],
A cause to swell, χόλος . . οἰδάνει ἐν στήθεσσι νόον Il.9.554 ; μέθυ κῆρ οἰδάνει A.R.1.478 :—Pass., to be swollen, οἰδάνεται κραδίη χόλῳ Il.9.646. II = οἰδέω, intr., ὁ φήληξ οἰδάνων Ar.Pax1165.
German (Pape)
[Seite 297] = οἰδαίνω, aufschwellen, machen, daß Etwas aufschwillt; Hom. nur übertr., ὅςτε (χόλος) καὶ ἄλλων οἰδάνει ἐν στήθεσσι νόον πύκα περ φρονεόντων, Il. 9, 554, u. pass., ἀλλά μοι οἰδάνεται κραδίη χόλῳ, ib. 646, es schwillt mir das Herz vom Zorn; nachgeahmt von Ap. Rh. 1, 478, ἠέ τοι εἰς ἄτην ζωρὸν μέθυ θαρσαλέον κῆρ οἰδάνει ἐν στήθεσσι, Schol. ἐπαίρει, μετεωρίζει. Auch γλῶσσα οἰδάνεται, Opp. H. 5, 608. Das act. intrans. Ar. Pax 1166.