παραρτάω
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
English (LSJ)
A hang alongside, to, or upon, Ael.NA1.2 ; ξιφίδιον ἐκ τῆς ὀροφῆς Plu.2.844e :—Pass., μάχαιρα παρήρτητο Id.Ant.4 ; παρηρτῆσθαι μάχαιραν to have it hung by one's side, Ael.NA5.3 ; ξίφος παρηρτημένοι γυμνοῦ σώματος Hdn.3.14.8 ; π. πήραν Luc.Peregr.15 ; τὰ παρηρτημένα parts appended, Artemo 12.
German (Pape)
[Seite 497] daneben, dabei, an der Seite hangen; παραρτήσαντα ὀβελίσκον ἢ ξιφίδιον ἐκ τῆς ὀροφῆς, Plut. X. oratt. Dem. p. 260; Ael. H. A. 1, 2, u. häufiger im med., πήραν παρήρτητο, er hatte an der Seite hangen, Luc-de mort. Peregr. 15; vgl. Plut. Anton. 4; μάχαιραν παρηρτῆσθαι, Ael. H. A. 5, 3.