διακορέω
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
= foreg., Luc.Tox.25:—Pass., Ael.NA11.16.
German (Pape)
[Seite 583] dasselbe, Luc. D. mar. 13, 1; διεκόρη. σας τὴν παῖδα Ael. H. N. 11, 16.
Greek (Liddell-Scott)
διακορέω: (κόρη) διαφθείρω κόρην, διαπαρθενεύω, Λουκ. Δ. Ἐναλ. 13. 1.