ὀρφός

From LSJ
Revision as of 09:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source

German (Pape)

[Seite 389] ή, όν, = ὀρφανός (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφός: (ἢ ὄρφος κατὰ τὸν Χοιροβ.), ὁ, Ἀττ. ὀρφὼς (Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 99), ἀλλὰ κατὰ τὸν Χοιροβοσκ. τ. 1, σ. 260, 27, ὀρφῶς, «σεσημείωται τὸ ὀρφῶς καὶ λαγῶς περισπώμενα, ταῦτα γὰρ οὐκ ἐφύλαξαν τὸν τόνον τῶν κοινῶν» κτλ., ὁ καὶ νῦν καλούμενος ὀρφός, καὶ μεταθέσει γραμμάτων «ῥοφός», ἔνιοι καλοῦσιν αὐτὸν νῦν καὶ δι’ ἄλλων ὀνομάτων, οἷον ἀχελούδαν ἢ χελούδαν καὶ πετρόψαρον, καθ’ ἃ λέγει ὁ Βελλώνιος, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 82, Ἀριστοφ. Σφ. 493, Πλάτων Κωμ. ἐν «Κλεοφῶντι» 1, κ. ἀλλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 24., 8. 13, 3, κ. ἀλλ.· orphus rubens, Πινδ. 32. 54.