χθές
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
Adv. (lengthd. ἐχθές (q.v.); where the word occurs in
A NT, Ev.Jo.4.52, Act.Ap.7.28, Ep.Hebr.13.8, codd. vary betw. ἐχθές and χθές; χθές is not found in Ptolemaic papyri, but in PLond.2.161.8 (iii A. D.)):—yesterday, h.Merc.273, Th.3.113, Pl.R.327a, Smp.174a, etc.: freq. placed between Art. and Subst., ἡ χ. ὁμολογία, οἱ χ. λόγοι, Pl.Sph.216a, Ti.26e; τῇ χ. ἡμέρᾳ Plu.2.773e; χ. μὲν... τὰ νῦν δὲ . . Pl.Ti.17a: freq. πρώην τε καὶ χ., χ. καὶ πρώην, v. πρώην 11; χ. καὶ τρίτην ἡμέραν v.l. in X.Cyr.6.3.11, cf. LXX Ge.31.2. (Cf. Skt. hyás 'yesterday', Lat. heri, hesternus, OHG. gestaron 'yesterday', etc.)
German (Pape)
[Seite 1354] advb., wie ἐχθές (s. Lob. Phryn. 323), gestern; H. h. Merc. 273; Plat. Conv. 174 a u. sonst oft bei den Att.; πρώην τε καὶ χθές, auch χθὲς καὶ πρώην, gestern und vorgestern, d. i. jüngst, neulich, überh. eine nahe Vergangenheit dezeichnend, Her. 2, 53; Ar. Ran. 726; Plat. Gorg. 4704 Legg. III, 677 d; Dem. 18, 130 u. sonst; vgl. Wessel. D. Sic. 2, 53; eben so χθὲς καὶ τρίτην ὴμέραν, Xen. Cyr. 6, 3,11. – Mit dem Artikel, gestrig, κατὰ τὴν χθὲς ὁμολογίαν ἥκομεν Plat. Soph. i. A.; Tim. 26 e u. Sp. – Die ursprüngliche Form χές (vgl. χθαμαλός) wird durch das lat. hesi, heri, hesiternus, hesternus beglaubigt.
Greek (Liddell-Scott)
χθές: ἐπίρρ., (ἐκτεταμ. ἐχθές, ὃ ἴδε, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 323)· -ὡς καὶ νῦν, χθές, πρῶτον ἐν Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 273, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., ὡς Πλάτ. Πολ. ἐν τῇ ἀρχῇ, Συμπ. 174Α, κ. ἀλλ.· συχνάκις τίθεται μεταξὺ τοῦ ἄρθρου καὶ τοῦ οὐσιαστ., ἡ χθὲς ὁμολογία, οἱ χθὲς λόγοι Πλάτ. Σοφιστ. ἐν τῇ ἀρχῇ, Τίμ. 26Ε· τῇ χθὲς ὑμέρᾳ Πλούτ. 2. 773D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς ἄλλα ἐπιρρήματα χρονικά, χθὲς μέν.., νῦν δέ.. Πλάτ. Τίμ. 17Α· χθές καὶ σήμερον Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ιγ΄, 8· ἀλλὰ συνήθως πρῴην τε καὶ χθὲς ἢ χθὲς καὶ πρῴην (ἴδε ἐν λ. πρῴην)· χθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 3. 11· πρβλ. χθεσινός, χθιζός. (Πρβλ. Σανσκρ. hyas, Λατ. hes-i (μετέπειτα heri), hes-ternus· Γοτθ. gis-tra, Ἀγγλο-Σαξον. gyrs-tan-doeg (Ἀγγλ. yesterday, yestr-een)· Ἀρχ. Γερμ. kestre (gestern), κλπ.