εὐωρία
From LSJ
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
English (LSJ)
ἡ, (ὥρα)
A fineness of the season, Longus 1.9. II (ὤρα) freedom from care, Sammelb.4324.7.
German (Pape)
[Seite 1111] ἡ, Sorglosigkeit, Ruhe u. Heiterkeit, Long. 1, 9; VLL., wie Phot. erkl. ὀλιγωρία. Ueber die Interaspiration vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 316.
Greek (Liddell-Scott)
εὐωρία: ἡ, (ὥρα) εὐάρεστος ὥρα, Λόγγος 1. 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐωρία· ὀλιγωρία, ἀμέλεια», καὶ κατὰ Φώτιον: «τὸ μὴ πάνυ φροντίζειν, ἀλλὰ ῥᾳθυμότερόν πως ἔχειν».