ἐξαρτάω
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
A hang upon, τι ἔκ τινος Plb.18.18.4; ἀπό τινος Arr.An. 2.19.2; τί τινος Longus 1.32: metaph., make dependent upon, ἐπαίνων ἐ. τὴν δόξαν Plu.Arat.1; πρᾶξιν τῆς προδοσίας Id.Fab.22; τὴν ποίησιν μέθης Ath.10.429b, cf. Plot.6.7.42:—Med., E.Tr.129, cf. Gal.Anim.Pass.1.9 (prob. l.). 2 stretch out, Ael.NA4.21. II Pass., mostly in pf. ἐξηρτῆσθαι: fut. Med. in pass. sense, ἐξαρτήσομαι X.Cyr.5.4.20:—to be hung upon, hang upon, χειρός E.Hipp. 325; περὶ σὸν γένειον Id.IA1226: abs., Ar.Pax470; to be attached to .., ἔκ τινος Arist.HA495b33; ἐ. τινί ib.496a26. 2 depend upon, be attached to, σοῦ γὰρ ἐξηρτήμεθα E.Supp.735, etc.; τῆς ἰσχύος X. Cyr.5.4.20; ἑνός Plu.Galb.8; ἔκ τινος Pl.Ion536a, Lg.732e, etc.; τῶν ἐλπίδων Isoc.8.7. 3 of countries, be adjacent to, πεδία τῶν λόφων ἐ. Plu.Ant.46. 4 abs., to be elevated, ἐξήρτηται τὸ χωρίον Th.6.96; ἐξήρτηται ἡ χώρα πρὸς Νότον (Casaub. ἐξῆρται) Str.7.1.3. 5 hang upon oneself, πήραν ἐξαρτήσασθαι Luc.Fug.15 (s.v.l.): esp. in pf. part. Pass., c. acc. rei, having a thing hung on one, ἐπιστολὰς . . ἐξηρτημένος ἐκ τῶν δακτύλων Aeschin.3.164; παιδίον ἐξηρτημένη τοῦ τραχήλου Plu. Brut.31: hence, equipped or furnished with, πώγωνας ἐξηρτημέναι Ar. Ec.494; τοιοῦτον ἐξηρτῆσθαι στρατόπεδον D.9.49.