πυρπολέω
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
A light and keep up a fire, watch a fire, Od.10.30, X.Cyr. 3.3.25; π. τοὺς ἄνθρακας stir up, fan the fire, Ar.Av.1580. II burn with fire, Id.Th.727; τινα, of the bull of Phalaris, Phalar.Ep. 66.2:—Pass., Phld.Piet.89. 2 waste with fire, burn and destroy, τὴν οἰκίαν Ar.Nu.1497; πόλιν Id.V.1079; π. καὶ καίουσι καὶ σφάττουσι Luc.Cal.19:—Med., πᾶσαν πυρπολέεσθαι [τὴν Ἀττικήν] cause it to be burnt with fire, Hdt.8.50. 3 assail with fiery missiles, τοὺς ἐπὶ τῷ πύργῳ τοξότας Palaeph.38, cf. 40. 4 metaph., ὥσπερ ἡ χίμαιρα π. τοὺς βαρβάρους, of a ἑταίρα, Anaxil.22.9, cf. Men.Mon.195; also of disease or pain, Nic.Th.245,364; of love, Ach.Tat.1.11.
German (Pape)
[Seite 824] sich am Feuer beschäftigen, Feuer anzünden u. es unterhalten, Od. 10, 30; τοὺς ἄνθρακας, Kohlen anfachen, Ar. Av. 1580; ὄπισθεν τοῦ στρατοπέδου ἐπυρπόλουν, Xen. Cyr. 3, 3, 25; οἰ. κίαν, τὴν πόλιν, mit Feuer verwüsten, Ar. Nubb. 1497 Vesp. 1079; so auch Her. 8, 50, wo Einige es als depon. erklären; χώραν, Pol. 3, 82, 10. 39, 2, 8, wie Luc. Bacch. 3; τὰ ἄστη, Plut. Them. 9; übh. seugen, brennen, ἄλγεα πυρπολέοντα, Nic. Ther. 245. 364.
Greek (Liddell-Scott)
πυρπολέω: πυρσεύω, καίω πῦρ, «καίω φωτιαίς», Ὀδ. Κ. 30, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 25· π. τοὺς ἄνθρακας, ἀνακινῶ, ἀναρριπίζω τὸ πῦρ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1580. ΙΙ. καίω καὶ καταστρέφω διὰ τοῦ πυρός, τὴν οἰκίαν ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1497· πόλιν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1079· π. καὶ καίουσι καὶ σφάττουσι Λουκ. περὶ Διαβολ. 19· - ὡσαύτως καταφλέγω διὰ πυρός, π. τοὺς βαρβάρους Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττίδι» 1. 9, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 727· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πυρπολέεσθαι πᾶσαν τὴν Ἀττικήν, ἐνεργῶ ὥστε νὰ ἐμπρησθῇ διὰ πυρός, Ἡρόδ. 8. 50, πρβλ. Παλαίφ. 39. 2) μεταφορ., ἐπὶ θλίψεως, Νικ. Θηρ. 245, 364· ἐπὶ ἔρωτος, Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 11, Ἀνακρεόντ. 68. 6, Εὐμάθ., κλπ. - Καθ’ Ἠσύχ.: «πυρπολεῖ· ἅπτει, καίει, πυρσεύει» καὶ «πυρπολέοντας· πυρπολουμένους, ἢ περὶ τὴν πυρὰν ἀναστρεφομένους» καὶ «πυρπολούμενος παρὰ τὸ πολεῖν ἐν αὐτῷ τὸ πῦρ».