δυσχείμερος

From LSJ
Revision as of 09:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχείμερος Medium diacritics: δυσχείμερος Low diacritics: δυσχείμερος Capitals: ΔΥΣΧΕΙΜΕΡΟΣ
Transliteration A: dyscheímeros Transliteration B: dyscheimeros Transliteration C: dyscheimeros Beta Code: dusxei/meros

English (LSJ)

ον,

   A wintry or stormy, Hom. (only in Il.) epith. of Dodona, 2.750, al.; χώρη Hdt.4.28, cf. Arist. HA606b5; φάραγξ A.Pr.15: metaph., δ. πέλαγος δύης ib.746; δ. ἆται Id.Ch.271.    II bearing winter ill, Arist.HA596b5, Gp.19.2.8.

German (Pape)

[Seite 690] 1) sehr stürmisch, winterlich, rauh; bei Homer zweimal, als Beiwort von Dodona: Iliad. 2, 750 περὶ Δωδώνην δυσχείμερον, 16, 234 Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε, Πελασγικά, τηλόθι ναίων, Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, var. lect. angeblich des Zenodot Δωδώνης μεδέων πολυπίδακος, s. Scholl. – Folgende: χώρη Her. 4, 28; φάραγξ, πέλαγος δύης, übertr., wie ἄτη, Aesch. Prom. 15. 748; Ch. 269; τόποι Eur. Alc. 68; auch in Prosa, Arist. H. A. 9, 28 u. Sp. – 2) den Winter schlecht ertragend; Arist. H. A. 8, 10; Geop.

Greek (Liddell-Scott)

δυσχείμερος: -ον, ἐκτεθειμένος εἰς βαρεῖς χειμῶνας, λίαν ψυχρός, Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), ὡς ἐπίθ. τῆς Δωδώνης, 2. 750 κ. ἀλλ.· χώρη Ἡρόδ. 4. 28· φάραγξ Αἰσχύλ. Πρ. 15· - μεταφ., δ. πέλαγος δύης αὐτόθι 746· δ. ἆται ὁ αὐτ. Χο. 271. ΙΙ. δυσκόλως ὑποφέρων τὸ ψύχος τοῦ χειμῶνος, ὡς τὸ δύσριγος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 10, 5.