δυσάνιος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (ἀνία)
A soon vexed, ill to please, Antipho Soph.89, Critias Fr.42 D., Men.803 (but better -ήνιον (q.v.)); opp. εὔθυμος, Arist. Phgn.805b6; vexed, annoyed, in Comp. -ιώτερος Phld.Acad.Ind.p.50 M.
German (Pape)
[Seite 675] schwer betrübt, niedergeschlagen, Hippocr.; bei Arist. Physiogn. 1 dem εὔθυμος entgegengesetzt; Antiph. bei Harpocr., = ὁ ἐπὶ παντὶ ἀνιώμενος, κἂν μικρὸν ᾖ.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάνῐος: -ον, (ἀνία) ὁ εὐκόλως δυσαρεστούμενος, δυσκόλως εὐχαριστούμενος, «ὁ ἐπὶ παντὶ ἀνιώμενος κἂν μικρὸν καὶ εὐκαταφρόνητον ᾖ» Ἀντιφῶν παρ᾿ Ἁρπ., Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 411· ἄθυμος, βαρυθυμῶν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 41.