Menander, Monostichoi, 85 Greek (Liddell-Scott)
φύσεις: -αἱ, physes, λίθοι τινὲς τίμιοι ποικιλόχροοι ἄνευ ὡρισμένου ἢ εἰδικοῦ ὀνόματος, Phn h. n. XXXVII. 74. Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. δὲν ἀνεγράφη ἡ σημείωσις αὕτη τῆς λέξ. φύσις, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.