βούφθαλμον
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
τό, (βοῦς, ὀφθαλμός)
A ox-eye, Anacyclus radiatus, Dsc. 3.139, Nic.Fr.74.59. 2 = χρυσάνθεμον, Ps.-Dsc.4.58; = ἀείζωον, Dsc.4.88; = βοάνθεμον, Gal.19.87.
German (Pape)
[Seite 460] τό, Ochsenauge, eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
βούφθαλμον: τό, (βοῦς, ὀφθαλμὸς) τοῦ βοὸς ὀφθαλμός, chrysanthemum segetum, ἢ (κατ’ ἄλλους) χαμομήλιον, Διοσκ. 3. 156, κτλ.· - βοὸς ὄμμα ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 4. 1, 52. Πρβλ. ζῳόφθαλμον.