δείελος

From LSJ
Revision as of 09:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δείελος Medium diacritics: δείελος Low diacritics: δείελος Capitals: ΔΕΙΕΛΟΣ
Transliteration A: deíelos Transliteration B: deielos Transliteration C: deielos Beta Code: dei/elos

English (LSJ)

ον,

   A of or belonging to δείλη (q. v.), δ. ἦμαρ the evening part of day, eventide, Od.17.606, Theoc.25.86; δ. ὥρη A.R.3.417.    II Subst. (sc. ἡμέρα), late evening, εἰσόκεν ἔλθῃ δ. ὀψὲ δύων Il.21.232, cf. Call.Hec.1.4.1; ποτὶ or ὑπὸ δείελον at even, AP9.650 (Leont.), A.R. 1.1160.    2 δείελον, τό, afternoon meal, Call.Fr.190 (perh. = Oxy. 1362 ii Fr.4). (δειελός Hdn.Gr.1.161.)

German (Pape)

[Seite 535] ον, nachmittäglich, abendlich, Hom. zweimal: Odyss. 17, 606 ἤδη γὰρ καὶ ἐπήλυθε δείελον ἦμαρ, der Nachmittag, vgl. 18, 306, wo der Abend eintritt, ἕσπερος; substantivisch δείελος in der Bedtg »Abend« Iliad. 21, 232 εἰς ὅ κεν ἔλθῃ δείελος ὀψὲ δύων, σκιάσῃ δ' ἐρίβωλον ἄρουραν. Aristarch meinte, daß sich die Formen δείελος und δείλη im Wesentlichen so verhielten, wie Σάμος Σάμη, χῶρος χώρα u. dgl., Scholl. Aristonic. Iliad. 21, 232 ἡ διπλῆ, ὅτι ἀρσενικῶς τὴν δείλην δείελον, anderes Scholium ἡ δείλη δείελος εἴρηται ὡς ἡ ἑσπέρα ἕσπερος, ὠνὴ ὦνος, χολὴ χόλος, vgl. Friedlaender Aristonic. Iliad. 2, 634; Buttm. Lexil. 2, 188. – Theocrit. 25, 86 Ἠέλιος μὲν ἔπειτα ποτὶ ζόφον ἔτραπεν ἵππους δείελον ἦμαρ ἄγων· τὰ δ' ἐπήλυθε πίονα μῆλα ἐκ βοτάνης ἀνιόντα μετ' αὔλιά τε σηκούς τε; Ap. Rh. 3, 417 δείελον ὥρην; ὑπὸ δείελον, gegen Abend, Ap. Rh. 1, 1160; – τὸ δ., das Vesperbrot, Callim. frg. 190, wo Eust. δειελίη las.

Greek (Liddell-Scott)

δείελος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν δείλην (ὃ ἴδε), δείελον ἦμαρ, τὸ πρὸς ἑσπέραν μέρος τῆς ἡμέρας, δειλινόν, βράδυ, Ὀδ. Ρ. 606, Θεόκρ. 25. 86· δ. ὥρη Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 417· πρβλ. δειλινός, εὐδείελος, ἐπιδείελος. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐννοουμένου τοῦ χρόνος), ἡ ἑσπέρα, τὸ δειλινόν, εἰς ὅ κεν ἔλθῃ δείελος ὀψὲ δύων Ἰλ. Φ. 232· ποτὶ ἢ ὑπὸ δείελον, πρὸς τὴν ἑσπέραν, κατὰ τὸ δειλινόν, Ἀνθ. Π. 9. 650, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1160. 2) = δειελίη, Καλλ. ἀποσπ. 190.