λευκόπυγος
From LSJ
Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.
English (LSJ)
ον,
A = λευκόπρωκτος, Alex.321.
German (Pape)
[Seite 34] = λευκόπρωκτος, Alexis bei Eust. 863, 29; VLL. erkl. ἄνανδρος, vgl. Paroemiogr. App. 3, 62.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόπῡγος: -ον, ὁ ἔχων λευκὴν πυγήν, λευκόπρωκτος, μεταφ. «ὁ ἄνανδρος, ἔμπαλιν δὲ μελαμπύγους τοὺς ἀνδρείους ἔλεγον» Ἡσύχ., Ἄλεξ. παρ’ Εὐσταθ. 863. 29· πρβλ. μελάμπῡγος.