Full diacritics: μονοστῐβής | Medium diacritics: μονοστιβής | Low diacritics: μονοστιβής | Capitals: ΜΟΝΟΣΤΙΒΗΣ |
Transliteration A: monostibḗs | Transliteration B: monostibēs | Transliteration C: monostivis | Beta Code: monostibh/s |
ές, (στείβω)
A walking alone, unattended, A.Ch. 768.
[Seite 205] ές, allein gehend, einsam, εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ, Aesch. Ch. 757.
μονοστῐβής: -ές, (στείβω) ὁ βαδίζων μόνος ἄνευ ἀκολούθου ἢ θεράποντος, Αἰσχύλ. Χο. 768.