δήλημα

From LSJ
Revision as of 09:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήλημα Medium diacritics: δήλημα Low diacritics: δήλημα Capitals: ΔΗΛΗΜΑ
Transliteration A: dḗlēma Transliteration B: dēlēma Transliteration C: dilima Beta Code: dh/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A mischief, bane, ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν Od.12.286; ὁδοιπόρων A.Fr.123; βροτοῖσιν h.Ap.364, cf. S.OT1495; τύχης δηλήμασι IPE2.197 (Pantica-paeum).

German (Pape)

[Seite 560] τό, das Verderben; von δηλέομαι, wohl nur im activischen Sinne gebräuchlich, = der V erd erber; Hom. einmal, Odyss. 12, 286 ἐκ νυκτῶν (var. lect. νυκτὸς) δ' ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν, γίγνονται; vgl. Anthol. Pal. 14, 72 Τ, τάν, λύσας ἀκτἷσι ζοφερῆς δηλήματα νυκτός; Soph. O. T. 1495 ὀνείδη, ἃ τοῖς ἐμοῖς γονεῦσιν ἔσται σφῷν θ' ὁμοῦ δηλήματα. Der singular. bei Aeschyl. fragm. Leon. ap. Steph. Byz. s. v., Χώρα (Dindorf frgm. no 114) 'Οδοιπόρων δήλημα, χωρίτης δράκων; hymn. Homer. Ap. 364 οὐδὲ σύγε ζώουσα κακὸν δήλημα βροτοῖσιν ἔσσεαι.

Greek (Liddell-Scott)

δήλημα: τό, βλάβη, φθορά, ὄλεθρος, νηῶν δ., ὄλεθρος πλοίων, Ὀδ. Μ. 286· ὁδοιπόρων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 121· βροτοῖς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 364· γονεῦσιν... σφῶν θ’ ὁμοῦ δηλήματα Σοφ. Ο. Τ. 1495· τύχης δηλήμασι Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 538.