στερητικός

From LSJ
Revision as of 09:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερητικός Medium diacritics: στερητικός Low diacritics: στερητικός Capitals: ΣΤΕΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sterētikós Transliteration B: sterētikos Transliteration C: steritikos Beta Code: sterhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A having a negative quality, τὰ σ. Plu.2.947c.    II = ἀποφατικός, expressing privation, i.e. negative, of propositions, opp. κατηγορικός, καταφατικός, Arist.APr.25a6, al., cf. Thphr.CP6.6.3, Chrysipp.Stoic.2.52; σ. φωνή Gal.8.34. Adv. -κῶς negatively, Arist.APr.26b22; privatively, Id.Metaph.1056a29.

German (Pape)

[Seite 937] beraubend, – verneinend, im Ggstz von κατηγορικός, Arist. an. pr. 1, 18.

Greek (Liddell-Scott)

στερητικός: -ή, -όν, ὁ στερῶν, ἀποστερῶν, τὰ στερητικὰ = στερήσεις, Πλούτ. 2. 947D. ΙΙ. = ἀποφατικός, ἀρνητικός, ἐπὶ προτάσεων, ἀντίθετον τῷ κατηγορικός, καταφατικός, Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 1. 18, 1, κ. ἀλλ.· - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀρνητικῶς, αὐτόθι 1. 4, 14, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 5, 8.