νεώσοικος
English (LSJ)
ὁ, (ναῦς, οἶκος)
A dock, Ar.Ach.96: mostly in pl., shipsheds, slips, in which ships might be built, repaired, or laid up in winter, Hdt.3.45, Cratin.197, And.3.7, Th.7.25,64, Lys.30.22, IG22.505.14: divisim, ἐν Πειραιεῖ νεώς εἰσιν οἶκοι Paus.1.29.16.
Greek (Liddell-Scott)
νεώσοικος: ὁ, (νεώς, οἶκος) νεώριον, ἢ περὶ ἄκραν κάμπτων νεώσοικον σκοπεῖς; Ἀριστοφ. Ἀχ. 96: ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. «νεώσοικοι, οἰκήματα παρὰ τῇ θαλάσσῃ οἰκοδομούμενα εἰς ὑποδοχὴν νεῶν, ὅτε μὴ θαλαττεύοιεν» (Σουΐδ.). Ἐν τοῖς νεωσοίκοις ἔμενον αἱ νῆες νενεωλκημέναι κατὰ τὸν χειμῶνα καὶ ἐν αὐτοῖς ἐπεσκευάζοντο, ἐνίοτε δὲ καὶ ἐναυπηγοῦντο νῆες ἐν αὐτοῖς, καθότι οἱ νεώσοικοι ἀπετέλουν μέρος τοῦ νεωρίου, ναυστάθμου, Ἡρόδ. 3. 45, Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 12, Ἀνδοκ. 24. 21, Θουκ. 7. 25, 64, Λυσ. 185. 20· διῃρημένως, ἐν Πειραιεῖ νεώς εἰσιν οἶκοι Παυσ. 1. 29, 16.