ποίμνιον
English (LSJ)
τό,
A = ποίμνη, esp. of sheep, Hdt.2.2, 3.65 (v.l.), S.OT761, 1028, Pl.R.416a, etc.; of goats, IG12.45.3 (dub.): pl., head of cattle, π. τρισχίλια LXX 1 Ki.25.2. II metaph. of disciples, Ev.Luc.12.32, al.; π. Θεοῦ 1 Ep.Pet.5.2.
German (Pape)
[Seite 651] τό, syne. statt π οιμένιον, = ποίμνη, 1) weidende Heerde, bes. Schaafheerde; Soph. O. R. 761. 1028; Eur. Rhes. 270 u. öfter; Her. 2, 2. 3, 65; Plat. Rep. III, 416 a u. öfter; auch ποίμνια καὶ πρόβατα, Legg. III, 694 e. – 2) einzelnes Stück Heerdenvieh, Schaef. Long. p. 327. 369.
Greek (Liddell-Scott)
ποίμνιον: τό, συγκεκομμ. ἀντὶ ποιμένιον, = ποίμνη, μάλιστα προβάτων, Ἡρόδ. 2. 2., 3. 65, Σοφ. Ο. Τ. 761. 1028, Πλάτ. Πολ. 416Α, κτλ.˙ ― καὶ ἐπὶ ἑνὸς μόνον κτήνους, Schäf Λόγγ. σ. 327, 369˙ πρβλ. ποίμνη. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ τῶν μαθητῶν, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβϳ, 32, κτλ.˙ π. Θεοῦ Αϳ Ἐπιστ. Πέτρου εϳ, 2.