Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Full diacritics: βῐαρχος | Medium diacritics: βίαρχος | Low diacritics: βίαρχος | Capitals: ΒΙΑΡΧΟΣ |
Transliteration A: bíarchos | Transliteration B: biarchos | Transliteration C: viarchos | Beta Code: bi/arxos |
ὁ, (
A βίος 11, ἄρχω) commissary-general, Lyd.Mag.1.48, al., BGU316.4 (iv A. D.).
[Seite 444] ὁ, Proviantmeister, Sp.
βίαρχος: ὁ, (βίος) ὁ ἄρχων, γενικὸς ἐπιστάτης τῶν ζωοτροφιῶν (στρατεύματος), πρβλ. σιτάρχης, σίταρχος, Ἰω. Λυδ. σ. 160. 15, Ἀθανάσ.