βίαρχος
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ὁ, (βίος ΙΙ, ἄρχω) commissary-general, Lyd.Mag.1.48, al., BGU316.4 (iv A. D.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: graf. βίορχ- LW 2037 (Arabia IV d.C.)
intendente general Lyd.Mag.1.48, Doroth.Vis.43, BGU 316.5 (IV d.C.), PCol.188.8 (IV d.C.), CIL 5.8754, 8.8491 (IV d.C.), BGU 2139.3 (V d.C.), PRainer Cent.112.5 (VI d.C.), Cod.Iust.12.20.3.
German (Pape)
[Seite 444] ὁ, Proviantmeister, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βίαρχος: ὁ, (βίος) ὁ ἄρχων, γενικὸς ἐπιστάτης τῶν ζωοτροφιῶν (στρατεύματος), πρβλ. σιτάρχης, σίταρχος, Ἰω. Λυδ. σ. 160. 15, Ἀθανάσ.