σανδαράκινος
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
η, ον,
A of orange colour, Hdt.1.98, Ael.NA17.23, Philostr.VA3.14:—also σανδᾰρᾰχώδης, ες, Ruf.Fr.67.4, Gal.17(1).834.
German (Pape)
[Seite 861] von Sandarach, bes. sandarachroth, Her. 1, 98; Ael. H. A. 17, 23.
Greek (Liddell-Scott)
σανδᾰράκῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων χρῶμα σανδαράκης, ἢ «πορτοκαλί», Ἡρόδ. 1. 98, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· - ὡσαύτως σανδαραχώδης, ες, Ideler Φυσ. 2. 74.