κορύνη
English (LSJ)
ἡ,
A club, freq. shod with iron for fighting, mace, σιδηρείῃ κορύνῃ ῥήγνυσκε φάλαγγας Il.7.141, cf. 143; ξύλων κορύνας ἔχοντες Hdt.1.59; κορύναις τύπτειν Arist.Pol.1311b28. 2 shepherd's staff, Theoc. 7.19. II in plants, knobby bud or shoot, Thphr.HP3.5.1, al. III = πόσθη, Nic.Al.409, AP5.128 (Autom.). [ῠ in Hom. and Theoc.7.19,9.23; ῡ in E.Supp.715, Theoc.25.63, Nic.l.c.]
Greek (Liddell-Scott)
κορύνη: ἡ, (κόρυς), ῥόπαλον, συχνάκις περικεκαλυμμένον διὰ σιδήρου πρὸς μάχην, σιδηρόδετον ῥόπαλον, σιδηρείῃ κορύνῃ ῥήξασκε φάλαγγας Ἰλ. Η. 141, πρβλ. 143 (ἴδε ἐν λέξ. ὅπλισμα)· ξύλων κορύνας ἔχοντες Ἡρόδ. 1. 59· κορύναις τύπτειν Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 19· ― ποιμενικὴ ῥάβδος, Θεόφρ. 7. 19. ΙΙ. μεταξὺ τῶν φυτῶν, βλάστημα ὅμοιον κορύνῃ, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 5, 1. ΙΙΙ. = πόσθη, Νικ. Ἀλ. 409, Ἀνθ. Π. 5. 129. ῠ παρ’ Ὁμ. καὶ Θεόκρ. 7. 18· ῡ ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 715, Θεόκρ. 25. 63, Νικ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. Heinr. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 289, Spitzn. Prosod. § 59. 2.