ὅπλισμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A army, armament, E. IA253(lyr., pl.).
II weapon, ὅ… δεινῆς κορύνης Id.Supp.714: in plural, Pl.Plt. 279d.
III tackle in ships, Hsch.
German (Pape)
[Seite 359] τό, die Rüstung, die Waffen; Eur. Suppl. 714; τὰ πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, Plat. Polit. 279 d. – Eur. I. A. 258 das gerüstete Heer.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
troupe armée, armée toute prête.
Étymologie: ὁπλίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὅπλισμα: ατος τό
1 оружие, вооружение (τὰ πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα Plat.);
2 вооруженный отряд, войско Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ὅπλισμα: τό, στρατὸς ὡπλισμένος, τὰ ὅπλα, Εὐρ. Ι. Α. 253. ΙΙ. ὅπλον, ὅπλ. ... δεινῆς κορύνης ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 714· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολιτικ. 279D. ΙΙΙ. τὰ ἐξάρτια ἢ ἄρμενα πλοίου, Ἡσύχ.
Greek Monotonic
ὅπλισμα: -ατος, τό,
I. εξοπλισμένος στρατός, στρατιωτικός εξοπλισμός, σε Ευρ.
II. όπλο, στον ίδ.
Middle Liddell
ὅπλισμα, ατος, τό,
I. an army, armament, Eur.
II. a weapon, Eur.