ἀρτοκόπος
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A baker, whether fem., Hdt.1.51; or masc., Id.9.82, Pl.Grg.518b (v.l. -ποιός), X.An.4.4.21 (v.l. -ποιός), HG7.1.38, IG3.1452, IGRom.4.1244. (Dissim. from ἀρτοπόπος, cf. Phryn.198, Hsch., Poll.7.21; cf. πέσσω.)
German (Pape)
[Seite 363] Brot backend, Bäcker, Her. 9, 82; Bäckerin, 1, 51; Plat. Gorg. 518 b; Phryn. verwirft die Form statt ἀρτοπόπος od. ἀρτοποιός, vgl. aber Poll. 7, 21. Bei Xen. An. 4, 4, 21 stehen ἀρτοκόποι u. οἰνοχόοι zusammen, wo man an Vorschneider denken könnte. Vgl. aber Xen. Hell. 7, 1, 26. S. auch Inscr. 1018.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτοκόπος: ὁ, ἡ, ἀρτοποιός, Ἡρόδ. 9. 82, Πλάτ. Γοργ. 518Β, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 21, Ἑλλ. 7. 1, 38, Συλλ. Ἐπιγρ. 1018. 3, θηλ. Ἡρόδ. 1. 51. (Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως ἐκ τῆς √ΚΟΠ ὡς εἰ κυριολεκτικῶς ἐσήμαινεν ὁ κόπτων τὸν ἄρτον (πρβλ. τρισκοπάνιστος) εἶναι ἤδη γενικῶς ἐγκαταλελειμμένη. Κατὰ τὸν Φρύνιχον σ. 222 (ἔκδ. Lobeck) «ἀρτοκόπος, ἀδόκιμον· χρὴ δὲ ἀρτοπόπος ἢ ἀρτοποιὸς λέγειν». Τὸ ἀρτοπόπος βεβαίως εἶναι ἐκ τῆς √ΠΕΠ καὶ ὁ Κούρτιος παραδέχεται ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλὰ διατηρεῖ τὸν τύπον -κόπος ἐκ συγκρίσεως πρὸς τὸ Λατ. coq-uo, ὡς ἐπίσης ἔχομεν popina = coquina, ἴδε Κουρτίου Ἑλλ. Ἐτυμ. ἀριθμ. 630). Ἴδε καὶ σημείωσιν W. G. Rutherford ἐν Νέῳ Φρυνίχῳ σ. 303.