τευθίς
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A calamary or squid, Loligo vulgaris, Semon.15, Ar.Ach.1156,Eq.929,934, Thphr.Sign.40, Gal.6.769, etc.; cf. τεῦθος:— in Philox.2.13, τευθιάς, άδος, ἡ, II name of some sort of pastry, Iatrocl. ap. Ath.7.326e. [τευθῐς, ῐδος Ar. ll.cc., but also ῖδος, Ath.3.106c (s. v.l.).]
German (Pape)
[Seite 1101] ίδος, ἡ, eine Art Dintenfisch, der Kalamar, loligo; Ar. Ach. 1120 Equ. 926; comic. bei Ath. oft, s. VII, 326; Arist. H. A. 4, 1 u. sonst. Auch eine Art Backwerk. Iatrocles bei Ath. a. a. O. – [Nach Draco 15, 24 ist ι lang, aber in den vorhandenen Dichterstellen kurz; s. Ar. Equ. 936. 941 Ach. 1156; Opp. Hal. 1, 428.]
Greek (Liddell-Scott)
τευθίς: -ίδος, ἡ, εἶδος μαλακίου, ὡς ἡ σηπία, loligo vul?aris, κοινῶς «καλαμάρι», ὅπερ ἔτι καὶ νῦν ἀποτελεῖ εὐάρεστον ἔδεσμα παρ’ ἡμῖν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1156, Ἱππ. 929, 934, κλπ., πρβλ. τεῦθος· - παρὰ Φιλοξ 2. 13, ὁ Bgk. ἀναγινώσκει τευθιάς, άδος, ή. ΙΙ. ὄνομα εἴδους τινὸς ζυμαρικοῦ («πέμμα πλακουντῶδες» καθ’ Ἡσύχ.), Ἰατροκλ. παρ’ Ἀθην. 326E. [τευθῐς, ῐδος Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀλλὰ καὶ ῑδος, Δράκων 15. 24, Ἀθήν. 106C]. - Περὶ τευθίδος ἴδε Ξενοκρ. Κοραῆ σ. 15, 40, 43, 57, 68, 152, 194, 195.