παρέγγραπτος
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
English (LSJ)
ον,
A illegally registered, π. πολῖται intrusive citizens, Aeschin.2.177 ; of deified heroes, Luc.JTr.21 : metaph., assumed, αἱ τροφοὶ τὴν εὔνοιαν π. ἔχουσιν Plu.2.3c ; interpolated, συγγραφή Eust. 1379.62.
German (Pape)
[Seite 510] = Folgdm, VLL. erkl. νόθος, vgl. Aesch. 2, 177, ἄνθρωποι παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῖται. – Uebtr. vrbdt Plut. de educ. lib. 5 τὴν εὔνοιαν ὑποβολιμαίαν καὶ παρέγγραπτον ἔχουσιν.
Greek (Liddell-Scott)
παρέγγραπτος: -ον, παρανόμως ἐγγεγραμμένος, νόθος, π. πολίτης, ὁ παρανόμως ἐγγραφείς, ἄνθρωποι παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῖται Αἰσχίν. 51 ἐν τέλ.· ἐπὶ θεοποιηθέντων ἡρώων, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδῷ 21· ― μεταφορ., αἱ τίτθαι δὲ καὶ αἱ τροφοὶ τὴν εὔνοιαν ὑποβολιμαίαν καὶ παρέγγραπτον ἔχουσιν, δηλ. ψευδῆ, νόθον, Πλούτ. 2. 3C· οὕτω, παρέγγραφος, Ἀθήν. 180F, 211F· πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 123. 13. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρέγγραπτος· νόθος παῖς. παρεγγεγραμμένος».