φυτικός
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
ή, όν,
A of or belonging to plants, τὸ φ. the vegetative principle, Arist.EN1102b29; φ. ζωή Porph.Gaur.3.2; περὶ φ. αἰτιῶν, title of treatise by Thphr. Adv. -κῶς, ζῆν Porph.Gaur.1.1. II φ. ζῷον, = ζωόφυτον, Arist.PA681a33.
German (Pape)
[Seite 1319] von Pflanzen, Gewächsen kommend, pflanzenartig, Arist. eth. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
φυτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φυτά, τὸ φυτικόν, «τὸ αὐξητικὸν δηλονότι καὶ θρεπτικόν» (Ἀνδρονίκου Παράφρασ.), Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 13, 18· περὶ φυτικῶν αἰτίων, ὄνομα συγγράμματος τοῦ Θεοφράστου. ΙΙ. φ. ζῷον = ζωόφυτον, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 4. 5, 47.