ἄζωστος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ον, (ζώννυμι)
A ungirt, from haste, Hes.Op.345, Call.Fr. 225; not girded, Pl.Lg.954a; unarmed, SIG527.140 (Dreros, iii B. C.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 44] ungegürtet, Hes. O. 343; Plat. Legg. XII, 954 a; Plut. oft, nach VLL. auch ἄζωτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄζωστος: -ον, (ζώννυμι) ὁ μὴ ἐζωσμένος ἕνεκα σπουδῆς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 343, καθόλου μὴ ἐζωσμένος, Πλάτ. Νόμ. 954Α.