ἐξεταστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A examiner, inquirer into, τινός D.H.2.67, Plu.Ages.11. 2 auditor of public accounts, Arist.Pol.1322b11, SIG284.10 (Erythrae), 976.77 (Samos), 1015.32 (Halic.). 3 at Athens, officer who checked payments to ξένοι, etc., Aeschin.1.113, IG 22.641 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 879] ὁ, der Prüfende, Untersucher, – a) in Athen eine Behörde, die die Vollzähligkeit der Söldnerheere untersuchen mußte, Aesch. 1, 113; vgl. Böckh Staatshaush. I p. 315. – b) eine Behörde zur Abnahme der Rechenschaft der Beamten, Arist. pol. 6, 8. – c) allgemein, τῶν κλαπέντων Plut. Ages. 11; Luc. Gall. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεταστής: -οῦ, ὁ ἐξετάζων, ὁ σταθμίζων, ὁ ἀνακρίνων, ὧν ἐξετασταί τε καὶ κολασταὶ κατὰ νόμον εἰσὶν οἱ ἱεροφάνται Διον. Ἁλ. 2. 67, Πλούτ. Ἀγησ. 11. 2) ἔν τισι πολιτείαις = ἐλεγκτὴς δημοσίων λογαριασμῶν, λογιστής, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 16. 3) ἐν Ἀθήναις, ἄρχων οὗ ἔργον ἦν τὸ ἐξελέγχειν τὸν ἀριθμὸν τῶν μισθοφόρων (ξένων) ὅπως μὴ συμβαίνῃ κατάχρησις ἐν τῇ πληρωμῇ τοῦ μισθοῦ αὐτῶν, Αἰσχίν. 16. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 106 (ἔνθα ἴδε Böckh). Ἴδε καὶ Α. Β. 252. 6.