λάμπουρις
From LSJ
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
English (LSJ)
ιδος, ἡ, (οὐρά)
A fox, A.Fr.433, Lyc.344, 1393 (on the accent v. EM474.4). II v.l. for λαμπυρίς in Suid.s.v. πυριλαμπίς.
Greek (Liddell-Scott)
λάμπουρις: -ιδος, ἡ, (οὐρά), ἀλώπηξ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 397, πρβλ. Λυκόφρ. 344, 1393· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Μέγ. Ἐτυμ. 474. 4. ΙΙ. διάφ. γραφὴ ἀντὶ λαμπυρὶς παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. πυριλαμπίς.