δελτωτός
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ή, όν,
A in the shape of the letter Δ: τὸ δ. the constellation Triangle, Arat.235, Eratosth.Cat.20 tit.
German (Pape)
[Seite 544] dreieckig; τὸ δελτωτόν, das Dreieck, Arcad. 123, 26; Arat. phaen. 234.
Greek (Liddell-Scott)
δελτωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα τοῦ γράμματος Δ· τὸ δελτωτόν, ἀστερισμός τις τριγωνικὸν σχῆμα ἔχων, Ἄρατ. 235.