γεράνειον
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
[ᾰ], τό, a kind of
A truffle, Eust.1017.19; = ὕδνον, Thphr. HP1.6.9, ap.Ath.2.62a (om.codd. Thphr.); but dist. from ὕ. ib. 1.6.5, ap.Ath.2.61f.
German (Pape)
[Seite 485] τό, nach Theophr. Ath. II, 62 a = ὕδνον.
Greek (Liddell-Scott)
γεράνειον: τό, εἶδος βολβοῦ ἢ ὑπογείου μύκητος, Εὐστ. 1017. 19· διάφορον τοῦ ὕδνου, Θεόφρ. Ι. Φ. 1 6, 5.