συναπτός
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
όν, or ή, όν (v. infr.),
A joined together, linked together, Χάλα συναπτοὺς ἡνίας Ar.Ec.508; συναπτὰς ποιεῖν τὰς πράξεις Arist.Rh.Al.1438b18. Adv. -τῶς, gloss on ἄφαρ, Eust.158.39; = continuatim, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1003] adj. verb. von συνάπτω, verbunden; χάλα συναπτοὺς ἡνίας Ar. Eccl. 508, sollte richtiger συνάπτους accentuirt sein, aber συναπτὰς πράξεις Arist. rhet. ad Alex. 32. – Adv., Eust. 664, 19.
Greek (Liddell-Scott)
συναπτός: -όν, ἢ ή, όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ ὁμοῦ συνημμένος, ἡνωμένος, συνδεδεμένος, συνεχής, χάλα συναπτοὺς ἡνίας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 508· συναπτὰς ποιεῖν τὰς πράξεις Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 32, 2· χρόνος Ψελλ.· ― ἡ συναπτὴ (ἐξυπακ. εὐχὴ) = τὰ εἰρηνικὰ ἢ τὰ διακονικὰ Στουδ. 1688C, 1717D, K. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 94, 19, 609. ― Ἐν τῷ Εὐχολογίῳ ἡ μεγάλη συναπτὴ ἄρχεται οὕτως: «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ κυρίου δεηθῶμεν», ἡ δὲ μικρὰ συναπτὴ οὕτως: «ἔτι καὶ ἔτι τοῦ κυρίου δεηθῶμεν». ― Ἐπίρρ. συναπτῶς, «ἄφαρ, ἤγουν εὐθέως καὶ ὡς εἰπεῖν συναπτῶς (ἔνθα διάφ. γραφ. «συναπτικῶς»)» Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169, πρβλ. τοῦ αὐτ. εἰς Ἰλ. Α. 594. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ συνάψῃ ἢ ἑνώσῃ, Σιμπλίκ. εἰς Ἀριστ. περὶ Φυσικ. Ἀκροάσ. 4, σ. 128.