μυρμηκόβιος
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
English (LSJ)
ον,
A living an ant's life, τὸ τῆς διαίτης μ. Eust.77.3.
German (Pape)
[Seite 220] wie die Ameisen lebend, Eust. 58, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μυρμηκόβῐος: -ον, ὁ διερχόμενος βίον μυρμήκων, διὰ τὸ τῆς διαίτης, ὡς εἰπεῖν, μυρμηκόβιον Εὐστ. 77. 3.