ἐποφθαλμέω
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
= sq., c. dat., Charito 1.7, PThead.19.9 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1011] = Folgdm, Plut. Aemil. 30, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποφθαλμέω: ἐποφθαλμιάω, παρὰ Πλουτ. ἐν Αἰμιλ. 30, ἀναγνωστέον κατὰ Κοραῆν ἐποφθαλμιάσαντες, ὡς ἁπανταχοῦ παρὰ Πλουτ. Παρὰ μεταγεν. τισὶ συγγραφ., οἷος ὁ Χαρίτων 1. 7, Ἀθανάσ. 1. σελ. 397, οἱ τύποι ἐποφθαλμῆσαι ἢ -ίσαι ἴσως εἶναι γνήσιοι.