διό
From LSJ
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
English (LSJ)
Conj., for δι' ὅ,
A wherefore, on which account, Pl.R.358d, etc.; διὸ δή Th.2.21, Pl.Cra.412a, al.; διὸ καί, διὸ δὴ καί, Id.Phdr.258e, Smp. 203c; διόπερ Th.1.71, 120, 8.92, etc.
Greek (Liddell-Scott)
διό: σύνδεσμος, ἀντὶ τοῦ δι’ ὅ, δι’ ὃν λόγον, οὗ ἕνεκα, Λατ. quapropter, quacirca, quare, Πλάτ. Πολ. 358D, κτλ.· διὸ δὴ Θουκ. 2. 21, Πλάτ. Γοργ. 518Α κ. ἀλλ.· διὸ καί, διὸ δὴ καὶ ὁ αὐτ. Φαίδρ. 258Ε, Συμπ. 203C· δι’ ὅπερ Θουκ. 1. 71, 120., 8. 92, κτλ. ΙΙ. βραδύτερον, = ὅτι, ἐπειδή, διότι, Ἀριστ. Φυτ. 2. 4, 5· πρβλ. διότι.