ἔμεσμα
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
ατος, τό,
A vomit, Id.Prog.13 (pl.).
German (Pape)
[Seite 807] τό, das Ausgebrochene; auch = Vorigem, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμεσμα: τό, ὅ,τι ἐξημέθη, «ξέρασμα», Ἱππ. Προγν. 41.