ταγή

From LSJ
Revision as of 09:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰγή Medium diacritics: ταγή Low diacritics: ταγή Capitals: ΤΑΓΗ
Transliteration A: tagḗ Transliteration B: tagē Transliteration C: tagi Beta Code: tagh/

English (LSJ)

ἡ,

   A line of battle, front, κἂν ἐκ τᾶς ταγᾶς ἔλσῃ ποκά Ar.Lys. 105.    2 command, province, Arist.Oec.1345b25.    3 command, order, Supp.Epigr.4.467.3 (Branchidae, iii A.D.).    4 pension, alimony, PEnteux.25.12 (iii B.C.).    5 ration, PCair.Zen.333.12, 569.22, al., Sammelb.6796.54 (all iii B.C.), BGU1118.16 (i B.C.), POxy. 1139.3 (iv A.D.), Hsch.; for a horse, Hippiatr.97.    6 stipulated amount to be delivered, λίθων PPetr.2p.7 (iii B.C.), cf. PFlor.119.6 (iii A.D.), Sammelb.7441.7 (iii A.D.).    7 penalty, fine, TAM2.40 (Telmessus).

German (Pape)

[Seite 1063] ἡ, das Ordnen, Beherrschen, die Herrschaft, Befehlshaberschaft, der Oberbefehl, Aesch. Ag. 111, die Schlachtordnung, Ar. Lys. 105 [wo α kurz ist].

Greek (Liddell-Scott)

ταγή: ἡ, ὡς τὸ τάξις, παράταξις, διευθέτησις, διάταξις, Λατ. acies, Ἀριστοφ. Λυσ. 105. 2) ἐπαρχία, Ἀριστ. Οἰκ. 2, 1· ― περιληπτικῶς, ξύμφρων τ., οἱ ὁμονοοῦντες ἢ ὁμόφρονες ἄρχοντες ἢ αρχηγοὶ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 110. 3) διαταγή, διάταξις, Κλήμ. Ρώμ. 1. 20. ΙΙ. ὡσαύτως θηλ. τοῦ ταγός, Λεξικ. Χειρόγραφ. ἐν Osann Auctar. σ. 141, 154. [ᾰ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ᾱ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὅπερ ἄγει τινὰς τῶν κριτικῶν νὰ ἀναφέρωσι τὴν ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ λέξιν εἰς τὸ ὄνομ. τάγης, ἀλλὰ τοῦτο δυσκολώτατα συμβιβάζεται πρὸς τὴν ἔννοια.].