ἀναβαπτίζω
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
A sink, ναῦς cj. in Plu.Marc.15.
German (Pape)
[Seite 180] wiederholt untertauchen, Plut. Pomp. 11 Marcell. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβαπτίζω: -ίσω, -ιῶ, βυθίζω ἐπανειλημμένως, Πλουτ. Πομπ. 11. ΙΙ. ἐκ νέου βαπτίζω, Διονυσ. παρ’ Εὐσέβ. Ἱ. Ἐκλ. 7. 5, 4: «ἡ ἀνὰ πρόθεσις δευτέρωμά τι δηλοῖ, ὡς ἐν τῷ ἀναβαπτίζειν φαίνεται» Εὐστ. Ἰλ. σ. 80: ― ἀναβάπτισις, εως, ἡ, καὶ ἀναβάπτισμα, τό, τὸ ἀναβαπτίζειν, δεύτερον βάπτισμα παρὰ Σουϊκερ (Suicer) καὶ Δουκαγγ.